
Νέα μελέτη αποκαλύπτει ότι οι Έλληνες δωροδοκούν πιο εύκολα από τους Γερμανούς για να παρακάμψουν την ουρά - Αλλάζουν όμως τακτική όταν βλέπουν τι κάνουν οι άλλοι
Το «φακελάκι», το «λάδωμα», η μίζα δεν είναι στο DNA του Έλληνα, είναι όμως βαθιά ριζωμένο στην κουλτούρα του. Το λέμε συχνά, το επιβεβαίωσε και πρόσφατη έρευνα με συμμετοχή των Αλέξανδρου Καρακώστα, Καθηγητή Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο ESSCA της Λυών στη Γαλλία, και Ανδρέα Δριχούτη, Καθηγητή του Τμήματος Αγροτικής Οικονομίας & Ανάπτυξης του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, που εξέτασε τη στάση Ελλήνων και Γερμανών απέναντι στη δωροδοκία σε περιστάσεις που σχετίζονται με δημόσιες υπηρεσίες, όπως η αναμονή στην ουρά.
Στη μελέτη, που δημοσιεύεται στο Journal of Economic Behavior & Organization, σημειώνεται ότι «η Ελλάδα και η Γερμανία είναι δύο χώρες που, παρά τις ομοιότητες τους ως μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με κυρίως χριστιανικό πληθυσμό, παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές στα επίπεδα αντίληψης της διαφθοράς». Οι ερευνητές βασίστηκαν σε στοιχεία του Δείκτη Αντίληψης Διαφθοράς του 2019 (Διεθνής Διαφάνεια/Transparency International, 2020), που κατέτασσαν τη Γερμανία στην 9η θέση, «υποδεικνύοντας χαμηλό επίπεδο αντίληψης διαφθοράς στον δημόσιο τομέα» και την Ελλάδα στην 60ή, «πολύ πιο χαμηλά ακόμη και από μη δυτικές χώρες όπως η Ρουάντα (49η) και η Σαουδική Αραβία (53η)».
Με στόχο να αναδείξουν πώς οι πολιτισμικές διαφορές επηρεάζουν την προθυμία των ανθρώπων να δωροδοκήσουν -ακόμη και σε φαινομενικά «ανώδυνες» καθημερινές αλληλεπιδράσεις-, συγκέντρωσαν 604 άτομα από Ελλάδα και Γερμανία και παρακολούθησαν τη συμπεριφορά τους σε μια εικονική ουρά σε δημόσια υπηρεσία. Οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν σε τετράδες -ένας «δημόσιος υπάλληλος» και τρεις «πολίτες»- σε 19 διαφορετικές φάσεις, σε ομάδες με άτομα της ίδιας εθνικότητας (μονοπολιτισμικές) είτε σε μικτές ομάδες, όπου ένας συμμετέχων είχε διαφορετική εθνικότητα εν αγνοία των υπολοίπων.
Από τους πολίτες που περίμεναν για μια δημόσια παροχή (100 μονάδες), μόνο ο πρώτος, κάθε φορά, μπορούσε να κερδίσει. Ο τρίτος στη σειρά μπορούσε να επιχειρήσει να «προσπεράσει» με «λάδωμα», ενώ ο δεύτερος έχει τη δυνατότητα να αντιδράσει με δική του αντι-δωροδοκία για να μη χάσει τη θέση του. Κανείς δεν γνώριζε τι ποσό πρόσφερε ο άλλος, κάτι σαν σε «τυφλό πλειστηριασμό», παρά βασίζονταν σε εκτιμήσεις για τη συμπεριφορά των υπολοίπων.
Ο δημόσιος υπάλληλος δεχόταν πάντα την υψηλότερη προσφορά και το δίλημμα ήταν ξεκάθαρο: αν δεν δωροδοκούσες, ρίσκαρες να χάσεις τα πάντα· αν το έκανες, πλήρωνες τόσο σε χρήμα, αφού η μίζα αφαιρείτο από το τελικό κέρδος, όσο και ηθικά, καθώς η πράξη της δωροδοκίας ερχόταν σε σύγκρουση με τις κοινωνικές νόρμες και το ηθικό κόστος οδηγούσε σε ακόμα περισσότερες μίζες.
Fakelaki made in Greece
Η ιδιαίτερη σχέση των Ελλήνων με το φανελάκι φάνηκε από τα πρώτα στάδια του πειράματος και τις μονοπολιτισμικές ομάδες, όπου φάνηκαν πιο πρόθυμοι να δωροδοκήσουν για να παρακάμψουν την ουρά, κάτι που συνάδει με τον υψηλότερο δείκτη αντίληψης διαφθοράς στην Ελλάδα. Ωστόσο, με την πάροδο των γύρων, η διαφορά μειώθηκε καθώς οι συμμετέχοντες προσαρμόστηκαν στρατηγικά.
Ειδικότερα, το «ηθικό κόστος» αποδείχθηκε κρίσιμος παράγοντας στη λήψη απόφασης. Παρότι η δωροδοκία για καλύτερη θέση στην ουρά κρίθηκε πιο ανάρμοστη κοινωνικά σε σύγκριση με το λάδωμα για προστασία της αρχικής θέσης και για τις δύο εθνικότητες, οι Έλληνες δεν έβρισκαν το δεύτερο τόσο δικαιολογημένο σε σχέση με τους Γερμανούς, κάτι που πιθανώς εξηγεί γιατί προτίμησαν να δράσουν επιθετικά (να προσπεράσουν), παρά αμυντικά.
Το περιβάλλον διαμορφώνει τη συμπεριφορά
Τα ευρήματα θα μπορούσαν να διαβαστούν παράλληλα με την έρευνα του Ευρωβαρόμετρου για τις απόψεις των Ευρωπαίων σε σχέση με τη διαφθορά το 2024, όπου το 98% των Ελλήνων την αναγνώρισαν ως βασικό πρόβλημα της χώρας και ένας στους τρεις δήλωσε πως γνωρίζει κάποιον που δωροδοκήθηκε ή δωροδόκησε. Μπορούν ακόμα λειτουργήσουν ως σχόλια στις πρόσφατες υποθέσεις των παράνομων αδειών από κυκλώματα πολεοδόμων σε Ρόδο και Βόρεια Ελλάδα. Αλλά το φαινόμενο της διαφθοράς δεν είναι... γονιδιακό.
Η μελέτη έδειξε πως όταν οι συμμετέχοντες βρίσκονταν σε ομάδες με διαφορετική πολιτισμική πλειοψηφία, σημειώθηκε μικρή μόνο αλλαγή στη συμπεριφορά τους. Οι Γερμανοί αγκάλιασαν λιγάκι παραπάνω την τέχνη του λαδώματος όταν μειοψηφούσαν αριθμητικά, ενώ οι Έλληνες μείωσαν ελαφρώς τη μίζα στις ομάδες με γερμανική πλειοψηφία. Παράλληλα, η στρατηγική προσαρμογή φάνηκε να μειώνει τις πολιτισμικές διαφορές: με το πέρασμα των γύρων, όλοι οι συμμετέχοντες άρχισαν να συμπεριφέρονται πιο στρατηγικά και λιγότερο βάσει πολιτισμικών αντανακλαστικών. Κοντολογίς, όταν εξοικειώθηκαν με τους κανόνες του «παιχνιδιού», η κουλτούρα υποχώρησε.
Συνεπώς, η διαφθορά δεν είναι «εθνικό χαρακτηριστικό» αλλά πηγάζει από βαθιά εδραιωμένες κοινωνικές προσδοκίες. Σύμφωνα με τους ερευνητές, η επιλογή να δωροδοκήσει κάποιος επηρεάζεται όχι μόνο από το οικονομικό όφελος αλλά και από το πώς έχει εσωτερικεύσει κοινωνικούς κανόνες, τι περιμένει ότι θα κάνουν οι άλλοι γύρω του (αν περιμένεις ότι θα δωροδοκήσουν, έχεις μεγαλύτερο κίνητρο να το κάνεις κι εσύ). Εντούτοις, όταν το πλαίσιο αλλάζει, υπάρχει, δηλαδή, καθαρό σύστημα κανόνων, παρακολούθησης και κυρώσεων, η συμπεριφορά αλλάζει.
protothema.gr