Παρ’ όλα αυτά, με βάση τα στοιχεία που δημοσιοποίησε πριν από λίγες ημέρες η ΕΕ, σημαντικό ποσοστό των χρησιμοποιούμενων σκευασμάτων είναι πλαστό και παράνομο. Στον κατάλογο αυτόν, η Ελλάδα βρίσκεται στην κορυφή της Ευρώπης.
Το Γραφείο Πνευματικής Ιδιοκτησίας στην ΕΕ, EUIPO, παρουσίασε την κλαδική μελέτη για το οικονομικό κόστος της παραβίασης της πνευματικής ιδιοκτησίας στον χώρο των φυτοπροστατευτικών προϊόντων(1). Έχουν προηγηθεί άλλοι κλάδοι υψηλού κινδύνου παρανομίας και εξαπάτησης, από καλλυντικά και είδη ρουχισμού έως μουσικές ηχογραφήσεις, ποτά και φάρμακα. Με τον τρόπο αυτόν, γίνεται μια προσπάθεια να χαραχθούν πολιτικές αντιμετώπισης ενός φαινομένου, που εκτιμάται ότι ανέρχεται στα 85 δισ. ευρώ συνολικά στην οικονομία της ΕΕ.
Οι επιπτώσεις της παραβίασης της πνευματικής ιδιοκτησίας ταυτίζεται με τη διακίνηση φυτοφαρμάκων, που είτε κυκλοφορούν χωρίς άδεια είτε περιέχουν απαγορευμένες ουσίες ή, τέλος, είναι απομιμήσεις και πλαστά.
Ο υπολογισμός του κόστους
Η οικονομική επίπτωση της κυκλοφορίας παράνομων σκευασμάτων αποτιμάται με τον υπολογισμό τόσο των άμεσων μετρήσιμων επιπτώσεων στην παραγωγή και στην αγορά φυτοφαρμάκων, όσο και των πιο έμμεσων που έχει το φαινόμενο αυτό, συμπεριλαμβανομένων και των κρατικών εσόδων.
Οι υπολογισμοί για κάθε χώρα αφορούν, για παράδειγμα, τη μείωση του κύκλου εργασιών των επιχειρήσεων που παράγουν και διακινούν νόμιμα σκευάσματα, την επίπτωση στην απασχόληση, την αύξηση των εισαγωγών, που συχνά σχετίζεται με τη διακίνηση παράνομων ή πλαστών προϊόντων, τις συνέπειες σε κλάδους που λειτουργούν συμπληρωματικά στην παραγωγή προϊόντων φυτοπροστασίας, τα μειωμένα φορολογικά έσοδα του κράτους.
Αν και όλες αυτές οι περιπτώσεις αντιμετωπίζονται με ενιαίο τρόπο, γιατί αφορούν παράνομα προϊόντα, δεν έχουν πάντα τις ίδιες επιπτώσεις στον γεωργό, στην υγεία, στο περιβάλλον, στην αποτελεσματικότητα των καλλιεργητικών πρακτικών και στην ανταγωνιστικότητα. Σε κάθε περίπτωση, όμως, αποτελούν μία καλή εικόνα του μεγέθους του προβλήματος.
Τα ευρήματα
Όπως προκύπτει από το σχετικό διάγραμμα, σημαντικό μέρος των φυτοπροστατευτικών προϊόντων που κυκλοφορούν στην αγορά κρίνεται παράνομο. Το ποσοστό αυτό ανέρχεται, κατά μέσο όρο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στο 13,8%, με σοβαρές, ωστόσο, διακυμάνσεις. Στο ένα άκρο βρίσκεται η Δανία, η Φινλανδία, το Λουξεμβούργο και η Σουηδία με μονοψήφια ποσοστά. Στο άλλο άκρο βρίσκεται η Ελλάδα, με το ποσοστό των παράνομων σκευασμάτων να υπολογίζεται στο 18,7%, ακολουθούμενη από την Ιταλία, την Τσεχία, την Εσθονία, τη Λιθουανία, την Ουγγαρία και τη Βουλγαρία.
Η συνολική αξία των προϊόντων αυτών υπολογίζεται στο 1,3 δισ. ευρώ. Σε απόλυτα μεγέθη, το μεγαλύτερο πρόβλημα παρατηρείται στη Γερμανία, όπου η αξία των προϊόντων αυτών ανέρχεται στα 299 εκατ. ευρώ, Γαλλία (240 εκατ. ευρώ), Ιταλία (185 εκατ. ευρώ), Ισπανία (94 εκατ. ευρώ), Πολωνία (78 εκατ. ευρώ) και Βρετανία (76 εκατ. ευρώ). Η Ελλάδα, αν και έχει το υψηλότερο ποσοστό των παράνομων προϊόντων της ΕΕ, λόγω του μεγέθους της αγοράς της, η αξία των προϊόντων αυτών ανέρχεται στα 41 εκατ. ευρώ.
Στα παραπάνω μεγέθη, πρέπει να προστεθούν και οι έμμεσες οικονομικές επιπτώσεις. Με βάση την αναγωγή των στοιχείων της μελέτης, για κάθε ένα ευρώ παράνομου σκευάσματος που κυκλοφορεί πρέπει να προστεθούν έμμεσες επιπτώσεις αξίας 1,15 ευρώ, καθώς και απώλειες φορολογικών εσόδων αξίας 0,18 ευρώ.
Οι αδυναμίες της έρευνας
Οι ερευνητές χρησιμοποιούν διάφορες μεταβλητές για να αιτιολογήσουν τα ευρήματά τους. Για παράδειγμα, χρησιμοποιούν την κοινωνική αποδοχή των φαινομένων παραβίασης της πνευματικής ιδιοκτησίας ή ακόμη και διαφθοράς, όπως αυτή καταγράφεται στις έρευνες του Ευρωβαρόμετρου ή αντίστοιχων δεικτών της Διεθνούς Τράπεζας.
Ωστόσο, δεν εμφανίζεται να χρησιμοποιούν παραμέτρους, όπως το επίπεδο τιμών των νόμιμων σκευασμάτων, που συχνά κρίνονται από τις οργανώσεις των Ευρωπαίων αγροτών ως αδικαιολόγητες και ιδιαίτερα υψηλές, ειδικά σε μερικές περιοχές, και οδηγούν κάποιους στην αναζήτηση φθηνών υποκατάστατων. Επιπλέον, δεν φαίνεται να λαμβάνουν υπόψη τους τη διελκυστίνδα μεταξύ Ευρωπαίων αγροτών ή και πολλών κυβερνήσεων, με επιχειρήσεις του κλάδου των εισροών, που καταθέτουν και συχνά λαμβάνονται άδειες εκμετάλλευσης πατέντας για απλές βιολογικές βελτιώσεις στο πολλαπλασιαστικό υλικό πολλών φυτικών ειδών. Τέλος, δεν φαίνεται να συνυπολογίζουν αυτό που οι παραγωγοί πιστοποιημένων προϊόντων γεωγραφικών ενδείξεων κρίνουν ως πνευματική ιδιοκτησία των χωρών τους και που αποτελεί επιχείρημα της Ευρώπης στις συνομιλίες για την απελευθέρωση του διεθνούς εμπορίου. Αυτά, βέβαια, δεν μπορούν να μειώσουν τις πολλαπλές επιπτώσεις της διακίνησης απαγορευμένων, πλαστών και παράνομων σκευασμάτων.
(1)European Union Intellectual Property Office, The Economic Cost of IPR Infringement in the Pesticides Sector, February 2017
Πηγή: ypaithros.gr