Να φεύγεις.. Από όπου δεν χωράς, να φεύγεις
Ένα κείμενο της Βάσιας Κούκη
Πόσο εύκολα μπήκαν κάποιοι άνθρωποι στη ζωή μας. Πόσο άνετα κι ανενόχλητα εισέβαλαν σ' αυτήν, είτε γιατί οι πόρτες ήταν ορθάνοιχτες, είτε γιατί τις έσπρωξαν με τον τρόπο τους κι εμείς καλά καλά δεν προλάβαμε να αντιδράσουμε. Αναπαυτικός καναπές η ψυχή μας και ξάπλωσαν. Βολεύτηκαν, χωρίς να αναρωτιούνται αν ενοχλούν ή αν χωράνε.
Πες τους φίλους, πες τους συντρόφους ή εραστές. Είναι όλοι εκείνοι που όσο εύκολα μπήκαν στη ζωή μας, άλλο τόσο εύκολα γκρεμίστηκαν μια ωραία μέρα, μια στιγμή, στα μάτια μας. Μα άργησαν, άργησαν πολύ να γκεμιστούν. Πήρε καιρό, κόπο και θυσίες, ώστε να καταφέρουμε να δούμε το αληθινό τους πρόσωπο, αυτό που περίτεχνα έκρυβαν κάτω από τα νάζια τους, τα γλυκόλογα, τα αμέτρητα "θα" και τα παχυλά τους λόγια. Λόγια, λόγια, λόγια. Πράξεις, αληθινές πράξεις, μηδέν. Ίσως καναδυό, έτσι, για τα μάτια του κόσμου. Ξέρεις καλά για ποιους μιλάω. Για εκείνους που ρουφούσαν το μέσα σου, σαν να ήταν διψασμένοι από μέρες και βρήκαν νερό. Εκείνους που ήξεραν μόνο να παίρνουν, ό,τι βρίσκανε, ό,τι τους έδινες με τη ψυχή σου, ό,τι μπορούσαν να αρπάξουν. Κι εσύ, εσύ καημένε μου, έμενες με τα χέρια αδειανά, την καρδιά μισή και το βλέμμα σου θολό.
Σε μια στροφή, όμως, αυτή η ρόδα, που κουβαλά όλους τους ανθρώπους πάνω της και όταν κάμποσους τους έχει από πάνω, άλλους τόσους τούς έχει κατάχαμα, εκτροχιάστηκε. Κι ως δια μαγείας, όχι μόνο ταρακουνήθηκες, αλλά βρέθηκες πάνω από το χώμα, αγκιστρωμένος σε εκείνες τις ακτίνες της ρόδας που κοιτούν τον ουρανό. Και κοίταξες ψηλά, στα καθάρια και μέσα στις άπειρες αιτίες, είδες μιαν αφορμή, σαν λάμψη, που ξεπροβάλλει ξαφνικά. Η αφορμή, η θεϊκή αυτή χειρονομία, που σου σκουντά την πλάτη, "Εεει, φίλε, ξύπνα. Δε βλέπεις; Όλο εις βάρος σου είναι", μοιάζει με σταγόνα σε ένα ποτήρι που ξεχειλίζει αθόρυβα καιρό τώρα. Μοιάζει με ένα κατακόκκινο κερασάκι, που πέφτει απαλά, πάνω σε μια βελούδινη και πελώρια τούρτα, φτιαγμένη από το σκοτείνιασμα και την πικρία μας. Μια τούρτα που έχει στολιστεί από τη φιγούρα μας, αυτή την αμίλητη, σίγουρη και λυγερή καβάτζα ενός ανθρώπου, που έδωσε πολλά περισσότερα από όσα άντεχε ή είχε για να δώσει.
Τότε είναι η ώρα που έρχεται η κατεδάφισή τους, έρχεται το γκρέμισμα των ανθρώπων αυτών, που σε είχαν δεύτερο, καβάτζα και δεκανίκι τους. Κι αυτό λαμβανει χώρα, τόσο άξαφνα για εκείνους και τόσο λυτρωτικά για εσένα. Βλέπεις να καταποντίζονται μπρος στα μάτια σου άνθρωποι, που βρέθηκαν στη ζωή σου και εκμεταλλεύτηκαν κάθε σπόρο φυτρωμένο από τον ιδρώτα σου. Περιέπαιξαν με την ικανότητα σου να μην λες όχι, την καρδιά σου που μόνο παραχωρήσεις κάνει, την ψυχή σου που μόνο αγάπη θέλει να δίνει. Πόσο το χρειαζόσουν αυτό το γκρέμισμά τους,αφού και που προσπάθησες να τους δείξεις την έξοδο, πάλι δεν έγινε τρόπος να τους απομακρύνεις. Και που τους άρπαξες μια μέρα τα κλειδιά της ζωής σου από τα χέρια τους, αυτοί είχαν αντικλείδι, μέσα σε ένα συρτάρι. Σε ένα συρτάρι που έκρυβαν και την πίστη τους, ότι σε είχαν σίγουρο, δεδομένο, κτήμα τους.
Η απομυθοποίηση, αυτή, μοιάζει με βράχο, που αποκολλήθηκε από την πλαγιά ενός βουνού, σε μια ξαφνική νεροποντή. Κι αυτή η βροχή που σου τρυπάει τα κόκαλα και σε ποτίζει ως το μεδούλι, είναι ένας ποταμός, που αν τον διασχίσεις και περάσεις απέναντι, θα αφήσεις πίσω σου αυτούς, τους άξεστους παρτάκηδες ανθρώπους.
Το ξέρεις πως όσο συναναστρεφόμαστε με την ανθρώπινη σκαρταδούρα, αποκτούμε μια σκληρή συνήθεια, τραυματική και βάναυση; Καταπίνουμε πέτρες ολόκληρες. Πέτρες που σφηνώνουν στο στέρνο μας και μάς κόβουν την ανάσα. Συγχωρέσαμε λάθη μεγάλα, σαν πέτρες, δεχθήκαμε λόγια σκληρά, σαν πέτρες, ακούσαμε υποσχέσεις ανεκπλήρωτες σαν βουνά. Κι εμείς εκεί. Μη δούμε το πρόσωπό τους κατσουφιασμένο, μην πούμε κάτι και πειράξει, μην τυχόν και έχει ο άλλος παράπονα από εμάς. Από εμάς που ήμασταν εκεί, με κάθε κόστος, με κάθε καιρό και κάθε θυσία. Να δίνουμε κι άλλο κι άλλο κι άλλο. Μέχρι που μια μέρα η αντοχή μας λύγισε.
Μα, μη λυπάσαι.
Κάθε άνθρωπος κι ένα μάθημα.
Κάθε μάθημα κι ένα ακόμα ταξίδι.
Κάθε ταξίδι και μια εμπειρία.
Κάθε εμπειρία και μια ανοσία.
Κι αυτή η ανοσία, θα σε βοηθήσει να γίνεις στη ζωή σου λύκος. Ένας λύκος, που διαλέγει προσεκτικά την αγέλη του, τον κύκλο εκείνο που θα τον προστατεύει στα ζόρια, θα τον στηρίξει στη δύσβατη ζωή και θα τον ακολουθεί με έναν και μόνο στόχο, την καλύτερη δυνατή επιβίωσή του, σε έναν τόσο ψεύτικο, κακοφτιαγμένο, ζηλόφθονο και καταστροφικό κόσμο. Κι όταν "γίνεις" λύκος, θα δεις πως αν χρειαστείς να παλέψεις, η αγέλη σου δε θα σε προδώσει ποτέ. Κι όταν πεινάσεις ή κουραστείς, η αγέλη σου θα σου κρατήσει παρέα σε ένα μέρος σκιερό και ασφαλές. Κι όταν χρειαστεί να ορμήσεις, για να σε υπερασπιστείς, η αγέλη σου θα ακονίζει τα νύχια της. Δίπλα σου. Δε θα κρύβεται πίσω από ανθρώπους, καταστάσεις, ψεύτικους τοίχους ή ακόμα και το δάχτυλό της.
Δεν γεννήθηκες, δεν πάλεψες να φτάσεις ως εδώ, για να είσαι η καβάτζα, η σιγουριά ή το δεκανίκι κανενός.
Δεν θα παίξεις τον ρόλο του δεύτερου, του χρηστικού αντικειμένου, τον ρόλο "με θυμάται όταν με έχει ανάγκη", ούτε και κανέναν άλλο ρόλο, που ταπεινώνει και υποβαθμίζει την ανθρώπινη φύση κι αξιοπρέπειά σου.
Κι αν έδωσες αντικλείδια, μην τα πάρεις πίσω. Άλλαξε την κλειδαριά σου. Και κλείσε απ' έξω ό,τι σε χρησιμοποίησε, ό,τι σε πλάνεψε και πήρε κομμάτι από τη σάρκα σου. Κι αν στην αγέλη σου αξίζουν να υπάρχουν πέντε άνθρωποι, μείνε με αυτούς τους πέντε. Αν είναι δύο, δύο. Σημασία δεν έχει το πλήθος, αλλά οι πράξεις. Από λόγια, όλοι χορτασμένοι είμαστε. Όταν σου υπόσχονται κάτι για αύριο, ζήτα το τώρα. Όταν σου ζητάνε φευγαλέες συγνώμες, γύρνα τες πίσω. Κι αν σε έχουν σε δεύτερη μοίρα, φύγε και παίξε αλλού, τον πρωταγωνιστικό ρόλο που σου αξίζει.
Κι αν τις νύχτες προσεύχεσαι, ζήτα από το Θεό σου, να δώσει στους αχάριστους δύναμη, για να μπορέσουν να σκαρφαλώσουν από τον βούρκο τους και να βγουν στην επιφάνεια, εκεί που οι άνθρωποι είναι αληθινοί, δοτικοί και χαρούμενοι. Εκεί που τα στόματα ανοίγουν και λένε λόγια αληθινά, εκεί που οι καρδιές δεν τρέφονται με ξένο αίμα. Εκεί που μας χρειάζονται γιατί μας αγαπούν, γιατί δεν κάνουν χωρίς εμάς. Με κάθε κόστος, με κάθε τίμημα.
Φύγε πρώτος από όπου δε χωράς, από όπου δεν χώρεσες ποτέ πραγματικά.
Και που ξέρεις, στο φευγιό σου, μπορεί να βρεις κάποιους, που θα σε αλαφρώσουν από τις πέτρες σου. Θα θέλουν να τις εξαϋλώσουν, να τις συντρίψουν, να τις κάνουν χαλίκια, για να σκεπάσουν τα λασπόνερα, που άλλοι σού έριξαν.
Όταν αυτό το δεις να συμβαίνει, πάει να πει πως μόλις βρήκες την αγέλη σου. Και να θυμάσαι, αν δεν έφευγες, δε θα την έβρισκες. Γι' αυτό, να φεύγεις. Από όπου δε χωράς, να φεύγεις..