Νέα εμβόλια για την Όμικρον αν η ανοσία «μπλοκάρεται» από άλλα αντισώματα
Προβληματισμένοι εμφανίζονται οι επιστήμονες για το ρόλο των αντισωμάτων από κοροναϊούς του απλού κρυολογήματος, τα οποία εμφανίζονται αυξημένα σε βαριά ασθενείς με COVID-19
Τέσσερις εποχιακοί κοροναϊοί – οι δύο από τους οποίους είναι βήτα κοροναϊοί, όπως ο SARS-CoV-2 – προκαλούν περίπου το 30% των κοινών κρυολογημάτων. Αντί να βοηθήσουν στην καταπολέμηση του COVID-19, τα αντισώματα εναντίον τους μπορεί να επηρεάζουν την ανοσολογική απόκριση απέναντι στον SARS-CoV-2, εκτιμά μια πρόσφατη μελέτη. Αν και αυτά τα προϋπάρχοντα αντισώματα είναι πανταχού παρόντα, τα διαφορετικά επίπεδα ανάλογα το άτομο, μπορεί να επηρεάζουν την αντίδραση του οργανισμού στο νέο κοροναϊό, η οποία ποικίλλει από ανοσία έναντι της λοίμωξης μέχρι σοβαρή αναπνευστική δυσχέρεια και θάνατο.
Κοροναϊοί και μελέτες
Σχεδόν από την αρχή της πανδημίας, οι επιστήμονες διερευνούν πώς η ανοσία στους εποχιακούς κοροναϊούς μπορεί να επηρεάσει τη λοίμωξη από τον SARS-CoV-2, που αν και πρόκειται για νέο ιό, εντούτοις εντάσσεται στην κατηγορία των βητα κοροναϊών.
Αρκετές αναφορές, δείχνουν ότι τα προϋπάρχοντα αντισώματα του κοινού κρυολογήματος είναι ενεργά στις λοιμώξεις με SARS-CoV-2, σύμφωνα με τον Πάτρικ Γουίλσον, Καθηγητή Παιδιατρικής και ερευνητή στο Παιδιατρικό Ινστιτούτο Γκέιλ και Ήρα Ντρούκιερ της Ιατρικής του Πανεπιστημίου Κορνέλ, ο οποίος δεν συμμετείχε στη εν λόγω μελέτη.
Πέρυσι, από το Πανεπιστήμιο του Σικάγο, ο Γουίλσον και οι συνεργάτες του, διαπίστωσαν ότι τα άτομα με σοβαρές οξείες λοιμώξεις SARS-CoV-2 είχαν σημαντικό αριθμό Β κυττάρων (κύτταρα μνήμης του ανοσοποιητικού που παράγουν αντισώματα) και αντιδρούσαν στους κοροναϊούς του κοινού κρυολογήματος. Τα κύτταρα είχαν πολλά μεταλλαγμένα και διαφοροποιημένα γονίδια, πιθανότατα δείχνοντας ότι προϋπήρχαν της λοίμωξης των ασθενών από τον SARS-CoV-2. Όσον αφορά την επίδρασή τους στην COVID-19, μια μελέτη του Πανεπιστημίου της Πενσυλβάνια στις αρχές του 2021 κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα προϋπάρχοντα αντισώματα έναντι των κοροναϊών του κοινού κρυολογήματος δεν συσχετίζονται με την προστασία από SARS-CoV-2.
Αλλά τα συνολικά ευρήματα ήταν ασαφή. Συνολικά, είναι δύσκολο να πούμε προς ποια κατεύθυνση κλίνουν, επειδή το εύρος των μελετών, οι συμμετέχοντες και οι μέθοδοι ποικίλλουν, σύμφωνα με τη Μορίν ΜακΓκάργκιλ, ανώτερη συγγραφέα της πρόσφατης μελέτης και συνεργάτη του τμήματος ανοσολογίας του ερευνητικού παιδιατρικού νοσοκομείου Σαιντ Τζουντ, όπου πραγματοποιήθηκε η έρευνα.
«Έχοντας υπόψη αυτές τις προειδοποιήσεις, υπήρξαν επτά αναφορές που κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι τα υψηλά επίπεδα ανοσίας στους κοινούς κοροναϊούς ήταν ευεργετικά, ενώ τέσσερις ανέφεραν ότι ήταν επιζήμια και τρεις ανέφεραν ότι δεν είχε επίπτωση», έγραψε η ΜακΓκάργκιλ σε ένα email της στο επιστημονικό περιοδικό JAMA.
Στη μελέτη της, που δημοσιεύθηκε στο Cell Host & Microbe τον Ιανουάριο, η ίδια και οι συνάδελφοί της από το Σαιντ Τζουντ διερεύνησαν εάν τα διαφορετικά επίπεδα προϋπάρχουσας ανοσίας στους κοροναϊούς του κοινού κρυολογήματος επηρέασαν την πιθανότητα μόλυνσης από τον SARS-CoV-2 ή αν οδήγησαν σε αντίθετα αποτελέσματα μετά τη μόλυνση.
«Αυτό είναι σημαντικό να το μελετήσουμε, καθώς ακόμα δεν καταλαβαίνουμε γιατί ορισμένα άτομα είναι πιο ευαίσθητα από άλλα στη μόλυνση από SARS-CoV-2», εξήγησε.
Ο σχεδιασμός της μελέτης
Οι ερευνητές ανέλυσαν τα δεδομένα τουλάχιστον 1200 εργαζομένων στο νοσοκομείο, στο πλαίσιο της μελέτης «St Jude Tracking of Viral and Host Factors Associated with COVID-19 (SJTRC)». Βασικοί και κλινικοί ερευνητές στις μολυσματικές ασθένειες και την ανοσολογία στο πλαίσιο της μελέτης παρακολούθησαν πολλαπλές πτυχές της ανοσολογικής απόκρισης του SARS-CoV-2 και παραγόντων που μπορεί να επηρεάσουν την ευαισθησία στον COVID-19.
Για τη μελέτη, οι συμμετέχοντες έδωσαν ένα αρχικό δείγμα αίματος και υποβλήθηκαν σε εβδομαδιαίο ρινικού τεστ για μόλυνση από SARS-CoV-2.
Όσοι βρέθηκαν θετικοί έδωσαν επίσης δείγματα αίματος σε 2 επόμενα χρονικά σημεία.
Όσοι δεν μολύνθηκαν έδωσαν δείγματα αίματος μετά τον εμβολιασμό κατά του COVID-19.
Κατά τη διάρκεια της πανδημίας της γρίπης H1N1 το 2009, οι ερευνητές του SJTRC έμαθαν τη σημασία της συλλογής δειγμάτων αναφοράς από άτομα προτού μολυνθούν. Με αυτή τη γνώση, σχεδίασαν τη μελέτη COVID-19 για τη συλλογή δειγμάτων αίματος πριν από τη μόλυνση ή τον εμβολιασμό. Ως εκ τούτου, οι ερευνητές μπόρεσαν να μετρήσουν τα επίπεδα αντισωμάτων από το ίδιο άτομο πριν και μετά τη μόλυνση από SARS-CoV-2, τη μεγαλύτερη μεθοδολογική διαφορά από τις περισσότερες από τις προηγούμενες μελέτες, σύμφωνα με την ΜακΓκάργκιλ.
Επίσης, μέτρησαν 3 διαφορετικούς τύπους αντισωμάτων – IgM, IgG και IgA, που προκύπτουν με αυτή τη σειρά κατά τη διάρκεια μιας μόλυνσης από έναν νέο ιό – για να λάβουν μια πιο ολοκληρωμένη ανάλυση και μελέτησαν πώς η προϋπάρχουσα ανοσία από το κοινό κρυολόγημα επηρέασε τα ποντίκια που προσβλήθηκαν με SARS-CoV. -2.
Τι βρήκε η ανάλυση
Σχεδόν όλοι οι συμμετέχοντες είχαν προηγούμενη ανοσία και στους 4 κοροναϊούς του κοινού κρυολογήματος, αλλά τα επίπεδα αντισωμάτων διέφεραν δραματικά μεταξύ τους.
Σχεδόν κάθε συμμετέχων είχε αντισώματα IgG και στους 4 εποχικούς ιούς. Τα αντισώματα IgM ήταν τα λιγότερο διαδεδομένα.
Τα προϋπάρχοντα εποχιακά αντισώματα των άλλων κοροναϊών αυξήθηκαν μετά τη μόλυνση από τον SARS-CoV-2.
Σε αρκετούς συμμετέχοντες, τα αντισώματα IgG για έναν από τους εποχικούς βήτα κορονοϊούς αυξήθηκαν εντός 5 ημερών από τη μόλυνση.
Για περισσότερο από το 50% των ασθενών, τα αντισώματα IgA κατά των δύο εποχιακών βήτα κοροναϊών αυξήθηκαν εντός 10 ημερών.
Ωστόσο, τα υψηλά επίπεδα στα προϋπάρχοντα αντισώματα του κοινού κρυολογήματος δεν συσχετίστηκαν με την προστασία από τη μόλυνση από SARS-CoV-2.
Αντίθετα, ψηλά επίπεδα σε αυτά τα προϋπάρχοντα αντισώματα, συσχετίστηκαν με υψηλότερα επίπεδα αντισωμάτων κατά του SARS-CoV-2 μετά τη μόλυνση, τα οποία με τη σειρά τους ήταν δείκτης μεγαλύτερης σοβαρότητας της νόσου. Ωστόσο, λίγοι συμμετέχοντες αρρώστησαν βαριά, γεγονός που περιόρισε την δυνατότητα να διαπιστωθεί αν τα επίπεδα αντισωμάτων του κοινού κρυολογήματος επέδρασαν σε σοβαρή νόσηση από COVID-19.
Ούτε τα βασικά επίπεδα εποχιακών αντισωμάτων, ούτε η αύξησή τους μετά τον εποχιακό αντιγριπικό εμβολιασμό, συσχετίσθηκαν με τα επίπεδα των αντισωμάτων που δημιουργήθηκαν από τον εμβολιασμό κατά του SARS-CoV-2.
Σε ζωικό μοντέλο, η προηγούμενη ανοσοποίηση με πρωτεΐνες του κοινού κρυολογήματος εμπόδισε τα ποντίκια να παράγουν εξουδετερωτικά αντισώματα κατά του SARS-CoV-2.
«Συνδυαστικά, αυτά τα δεδομένα δείχνουν ότι τα προϋπάρχοντα IgA και IgG των βητακοροναϊών συσχετίζονται με υψηλότερη απόκριση αντισωμάτων στον SARS-CoV-2 μετά από μόλυνση, αλλά όχι με εμβολιασμό», έγραψαν οι ερευνητές. «Καθώς τα αυξημένα αντισώματα SARS-CoV-2 μετά τη μόλυνση συσχετίστηκαν με βαρύτερη νόσο, αυτά τα ευρήματα αυξάνουν την πιθανότητα ότι προϋπάρχοντα αντισώματα IgG και IgA για βήτα κοροναϊούς επηρεάζουν αρνητικά την ανοσολογική απόκριση στο SARS-CoV-2, η οποία έχει ως αποτέλεσμα μεγαλύτερη διάρκεια των αντιγόνων και επομένως περισσότερα αντισώματα SARS-CoV-2».
Τα κύτταρα μνήμης
Σύμφωνα με την ΜακΓκάργκιλ, το εύρημα ότι η ανοσία στους κοροναϊούς του κοινού κρυολογήματος ενισχύεται αμέσως μετά τη μόλυνση από SARS-CoV-2 δείχνει ότι τα κύτταρα Β της μνήμης συμβάλλουν στην αρχική ανοσολογική απόκριση. Επιπλέον, οι ερευνητές δεν παρατήρησαν πολλά αντισώματα IgM πριν από τα αντισώματα IgG ή IgA, γεγονός που υποδηλώνει επίσης ότι η αρχική απόκριση αντισωμάτων προέρχεται από Β κύτταρα και όχι από μη εκτεθειμένα Β κύτταρα που προσαρμόζονται ευκολότερα. Όλα αυτά υποδεικνύουν ότι μέρος της ανοσολογικής ανταπόκρισης απέναντι στον SARS-CoV-2 επηρεάζεται από προηγούμενες κρίσεις κοινού κρυολογήματος.
Για τη ΜακΓκάργκιλ και την ομάδα της, τα δεδομένα υποδηλώνουν συλλογικά ότι οι διακυμάνσεις στα επίπεδα της προϋπάρχουσας ανοσίας στους κοροναϊούς του κοινού κρυολογήματος είναι ένας παράγοντας που μπορεί να επηρεάσει τα αποτελέσματα μετά τη μόλυνση από SARS-CoV-2. Η προηγούμενη ανοσία σε έναν σχετικό – αλλά διακριτό – κορονοϊό θα μπορούσε να εμποδίσει την ανοσία σε έναν νέο κοροναϊό.
Η ηλικία «μετράει»
Οι ερευνητές θεώρησαν στο άρθρο τους ότι το προϋπάρχον σύνολο αντισωμάτων κορονοϊού σε ηλικιωμένους ενήλικες ενδέχεται να είναι λιγότερο προσαρμοστικό από αυτό των νεότερων ατόμων, κάτι που θα μπορούσε να εξηγήσει την ηπιότερη νόσηση των νέων.
Σχετική διαπίστωση έχει προκύψει από διερεύνηση της ανοσίας σε διαφορετικούς υποτύπους γρίπης. Σε μια μελέτη του 2019, ο Γουίλσον διαπίστωσε ότι καθώς τα άτομα γερνούν και αντιμετωπίζουν διαφορετικά παθογόνα, η αναλογία Β κυττάρων που μπορούν να μεταλλαχθούν και να προσαρμοστούν μειώνεται, ενώ τα πιο καθορισμένα Β κύτταρα μνήμης τους αυξάνονται. Κατά συνέπεια, τα ηλικιωμένα άτομα μπορεί να προστατεύονται καλά από ιούς που κυκλοφορούσαν στο παρελθόν, αλλά μπορεί να μην είναι σε θέση να αναπτύξουν ισχυρή ανοσία σε νέους ιούς, εξήγησε η ΜακΓκάργκιλ.
Μεθοδολογική ερμηνεία
Επειδή ορισμένα από τα αντισώματα του κοινού κρυολογήματος αυξάνονται αμέσως μετά τη μόλυνση από SARS-CoV-2 και επειδή τα επίπεδα διαφέρουν δραματικά μεταξύ των ατόμων, η ΜακΓκάργκιλ είπε ότι η μελέτη δείχνει πως δεν είναι δυνατός ο ακριβής προσδιορισμός του επιπέδου προϋπάρχουσας ανοσίας ενός ατόμου, εκτός εάν συλλεχθεί δείγμα από αυτό το άτομο πριν τη μόλυνση.
Αυτό θα μπορούσε να επηρεάσει τον τρόπο ερμηνείας της σχετικής έρευνας. Για παράδειγμα, μια διαφορετική μελέτη που δημοσιεύτηκε περίπου την ίδια περίοδο κατέληξε σε παρόμοιο συνολικό συμπέρασμα με τη μελέτη του St Jude, αλλά χρησιμοποίησε διαφορετικές μεθοδολογίες. Αυτή η ανάλυση δεν είχε δείγματα από τα ίδια άτομα πριν και μετά τη μόλυνση από τον SARS-CoV-2. «Έτσι, ενώ εντόπισαν διαφορές στα αντισώματα του κοινού κρυολογήματος σε σοβαρά νοσούντες ασθενείς από SARS-CoV-2, δεν είναι δυνατό να γνωρίζουμε αν αυτές ήταν προϋπάρχουσες διαφορές», έγραψε η ΜακΓκάργκιλ.
Νέες έρευνες
Στη μελέτη της ΜακΓκάργκιλ, οι ερευνητές ενίσχυσαν ποντίκια με πρωτεΐνες – ακίδες του κοινού κρυολογήματος και στη συνέχεια με πρωτεΐνη – ακίδα από SARS-CoV-2. Ο Γουίλσον εξήγησε ότι η απάντηση του ανοσοποιητικού των ποντικών έστρεψε σε δημιουργία αντισωμάτων κατά των κοινών σημείων των ακίδων, με αποτέλεσμα να μην παρέχουν άμεση προστασία.
«Αυτό σημαίνει ότι τα υψηλά επίπεδα προϋπαρχόντων αντισωμάτων έναντι των κοροναϊών του κοινού κρυολογήματος, ή Β κυττάρων που μπορούν να παράγουν τέτοια αντισώματα, θα οδηγήσουν σε μια λιγότερο προστατευτική ανοσοαπόκριση στον SARS-CoV-2», έγραψε ο Γουίλσον.
Τόνισε, ωστόσο, ότι η ιδέα ότι τα προϋπάρχοντα αντισώματα έναντι των κοροναϊών του κοινού κρυολογήματος οδηγούν σε αυξημένη ευαισθησία στον SARS-CoV-2 ή στη σοβαρότητα της COVID-19 πρέπει ακόμη να αποδειχθεί: «Αυτό είναι μόνο εικασία μέχρι στιγμής».
Εάν η ιδέα επιβεβαιωθεί, θα μπορούσε να έχει επιπτώσεις στην αποτελεσματικότητα του εμβολίου. Ο ΜακΓκάργκιλ είπε ότι θα είναι σημαντικό να δοκιμαστεί εάν η ανοσία στο στέλεχος του εμβολίου επηρεάζει αρνητικά την προστασία από παραλλαγές όπως η Όμικρον που είναι ουσιαστικά διαφορετικές. Εάν επιβεβαιωθεί, θα μπορούσε να αποτελέσει επιπλέον επιχείρημα για την προσαρμογή των εμβολίων για την COVID-19.
in.gr