«Στη ζώνη σύγκλισης δύο Βαρομετρικών συστημάτων παρατηρείται συνήθως μία ένταση των καιρικών φαινομένων, που άλλοτε μπορεί να έχει μικρή διάρκεια και άλλες φορές να σημειώνεται μεγαλύτερη διάρκεια διατήρησης των φαινομένων. Είναι πολλοί οι παράγοντες που καθορίζουν τη διάρκεια, αλλά και την ένταση των καιρικών φαινομένων σε αυτές τις περιπτώσεις, ενώ και η γεωμορφολογία της περιοχής, που θα πληγεί από τα έντονα φαινόμενα, είναι ένας εξίσου σημαντικός παράγοντας για τη διαχείριση των τεράστιων ποσοτήτων του βρόχινου νερού που θα πέσουν στην ευρύτερη περιοχή και είναι δυνατό, λόγω προβλημάτων απορροής (από φυσικά ή ανθρωπογενή αίτια) να προκαλέσουν πλημυρικά φαινόμενα.
Από προγνωστικής πλευράς είναι εμφανής, δύο έως και τρείς ημέρες ενωρίτερα, η τάση για δημιουργία σύγκλησης δύο διαφορετικών συστημάτων , ενώ προσδιορίζεται προγνωστικά και η περιοχή που έχει την μεγαλύτερη πιθανότητα να επηρεασθεί σε μεγαλύτερο βαθμό. Φυσικά, όσο πλησιάζει ο χρόνος εκδήλωσης της κακοκαιρίας, τα νεότερα προγνωστικά στοιχεία είναι περισσότερο αξιόπιστα και δίνουν πολύ καλύτερη εικόνα για τις περιοχές που εγκυμονεί ο κίνδυνος να πληγούν από τα έντονα έως και ακραία καιρικά φαινόμενα.
Η ένταση των καιρικών φαινομένων που σημειώθηκε στο νησί μας και έπληξε κυρίως τις βόρειες περιοχές των Χανίων, από την Παρασκευή 10 με αποκορύφωμα το Σάββατο 11 Φεβρουαρίου, ήταν αποτέλεσμα μίας μορφής σύγκλισης του Bαρομετρικού χαμηλού που κινήθηκε από την κεντρική Μεσόγειο προς τα ανατολικά ενώ ταυτόχρονα ο Αντικυκλώνας της κεντρικής Ευρώπης εισέβαλλε πολύ γρήγορα προς τα νότια τμήματα της χώρας.
Όπως επισημάνθηκε και σε σχετικό άρθρο, που δημοσιεύθηκε στα τοπικά ΜΜΕ από την Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου, η ένταση των καιρικών φαινομένων ήταν αναμενόμενη και το μόνο που έμενε να επιβεβαιωθεί ήταν οι περιοχές που εμφάνιζαν τη μεγαλύτερη πιθανότητα να επηρεαστούν.
Την επόμενη κιόλας ημέρα ήταν πλέον ξεκάθαρο ότι οι δυτικές περιοχές της Κρήτης θα σήκωναν το βαρύ φορτίο της έντασης του καιρού. Από την επεξεργασία των καταγραφών των μετεωρολογικών σταθμών που βρίσκονται εγκατεστημένοι, ευτυχώς σε αρκετές πλέον περιοχές της Κρήτης, διαπιστώσαμε εκπληκτικά μεγέθη της έντασης της κακοκαιρίας και από αυτά αξίζει να σημειώσουμε τα ακόλουθα :
·Από τις 02:30 έως τις 05:20 του Σαββάτου 11 Φεβρουαρίου σημειώθηκαν 96,6 χιλιοστά ύψος βροχής στην περιοχή του Κολυμπαρίου του Δήμου Πλατανιά, από το σύνολο των 105,2 χιλιοστών που καταγράφηκαν καθόλη τη διάρκεια της ίδιας ημέρας.
Ακόμη χειρότερες συνθήκες επικράτησαν στην περιοχή του Βάμου, του Δήμου Αποκορώνου, όπου στο ίδιο τρίωρο από τις 02:20 έως τις 05:20 του Σαββάτου σημειώθηκαν 157,4 χιλιοστά ύψος βροχής, από το σύνολο των 220 χιλιοστών που σημειώθηκαν καθόλη τη διάρκεια της ημέρας. Αρκεί βέβαια εδώ να σημειώσουμε ότι το μεγαλύτερο καταγεγραμμένο ύψος βροχής, από το αρχείο του Μετεωρολογικού σταθμού του Αεροδρομίου (ΕΜΥ) είναι 185,4 χιλιοστά τον Ιανουάριο του 1981 και για μήνα Φεβρουάριο είναι 146 χιλιοστά το έτος 1971.
·Πολύ μεγάλο ύψος βροχής σημειώθηκε και στο οροπέδιο Ασκύφου, του Δήμου Σφακίων, με συνολικό ύψος 189,2 χιλιοστά, τα οποία όμως είχαν μία καλύτερη κατανομή στη διάρκεια της ημέρας του Σαββάτου.
·Ο μεγαλύτερος ωριαίος ρυθμός βροχόπτωσης καταγράφηκε στις Βρύσες του Δήμου Αποκορώνου, με 426,6 χιλιοστά / ώρα (στις 02:50 του Σαββάτου ) , αποδίδοντας, ευτυχώς, στην πραγματικότητα 18,2 χιλιοστά ύψος βροχής στη διάρκεια ενός δεκαλέπτου.
(Για να γίνει καλύτερα κατανοητή ή καταγραφή των υψών βροχής αρκεί να σημειώσω ότι 1 χιλιοστό ύψος βροχής αποτυπώνεται στην επιφάνεια του εδάφους ως 1 λίτρο νερού ανά τετραγωνικό μέτρο ή αναλογικά ως 1 κυβικό μέτρο νερού ανά στρέμμα. )
Στα διαγράμματα που ακολουθούν παρουσιάζονται τα ύψη βροχής , ανά Νομό της Κρήτης, ξεχωριστά για την Παρασκευή 10 και το Σάββατο 11 Φεβρουαρίου, ενώ στην 3η μπάρα εμφανίζεται το συνολικό ύψος βροχής από την Παρασκευή 10 έως και την Κυριακή 12 Φεβρουαρίου (σε σταθμούς όπου δεν εμφανίζεται η πράσινη μπάρα σημαίνει ότι δεν σημειώθηκε ίχνος βροχής την Κυριακή 12 Φεβρουαρίου). Από τα διαγράμματα αυτά είναι εμφανής η σημαντική διαφοροποίηση των υψών βροχής, μεταξύ της Ανατολικής και της Δυτικής Κρήτης, η οποία επλήγη πολύ εντονότερα από τη ζώνη σύγκλισης.»