Για τον Αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο γράφει ο ο Νίκος Χριστοφακάκης

12:20 μ.μ. - Πέμπτη, 13 Φεβρουαρίου 2025
12:02 μ.μ. - Πέμ, 13/20/2025
Image: Για τον Αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο γράφει ο ο Νίκος Χριστοφακάκης

Δείτε αναλυτικά

Η εκδημία του Αρχιεπισκόπου Αλβανίας Αναστάσιου συγκλόνισε εκατομμύρια ορθόδοξους Χριστιανούς σε όποιον τόπο του πλανήτη και αν κατοικούν. Άγγιξε τις καρδιές αμέτρητου πλήθους ανθρώπων, ανεξαρτήτως θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων, έθνους ή χρώματος. Συγκίνησε μέχρι δακρύων τον πολύπαθο λαό της Αλβανίας, τον οποίο ο Αναστάσιος ποίμανε ως καλός ποιμένας επί τριάντα τρία έτη.

Ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας, όπως γράφει ο διεθνολόγος Χρήστος Γ. Φαϊλάδης ήταν ο Ιεράρχης "στον οποίο όχι μόνο οι Αλβανοί και οι Έλληνες, αλλά και οι θρησκευόμενοι όλων των δογμάτων σκύβουν το κεφάλι στην ακτινοβολία της Ιεροσύνης του!"

Επί μέρες παρακολουθήσαμε στην τηλεόραση χιλιάδες Αλβανούς να τον συνοδεύουν περίλυποι στην τελευταία, τη νεκρική πορεία στη χώρα τους, από την Κακαβιά μέχρι το μεγαλειώδες δημιούργημά του, τον ναό της Αναστάσεως του Χριστού στα Τίρανα. Τους ακούγαμε να ψάλλουν συγκινημένοι το "Χριστός Ανέστη" οι Έλληνες της μειονότητας, ή το "Κριστούν Γκια" οι Αλβανοί. Τους βλέπαμε να ραίνουν με μυροβόλα λουλούδια και να ακουμπούν με πόνο το φέρετρό του, όπως κάνουν τα πονεμένα παιδιά, για τον πατέρα που αποχωρίζονται. Τους είδαμε ηγεσία και λαό να τον αποχαιρετούν στην εκκλησία, που εκείνος οικοδόμησε, να μετέχουν κατανυκτικά στην εξόδιο ακολουθία, η οποία ψαλλόταν με το βυζαντινό μέλος, στη γλώσσα τους.

Ζώντας την πάνδημη συμμετοχή στο βαρύ πένθος, για τη μεγάλη απώλεια, ο νους μας ήταν φυσικό να ταξιδέψει στο μακρινό παρελθόν, όταν ο Αναστάσιος ως Πατριαρχικός Έξαρχος πατούσε τα πόδια του, για πρώτη φορά, στην Αλβανία, που μόλις είχε αρχίσει να αναπνέει τον αέρα της πολιτικής και της θρησκευτικής ελευθερίας. Όταν, όπως έλεγε ο ίδιος σε συνέντευξή του στον Α. Παπαχελά, τον περίμενε στο φτωχικό αεροδρόμιο των Τιράνων "μια ομάδα ανθρώπων, καμία 20αριά, ηλικιωμένοι, φτωχοί, αδύνατοι, (που) δεν είχαν καν ράσα!".

Τα πιο δύσκολα, τα πιο σκληρά ακολούθησαν. Ήταν η απέραντη καχυποψία ενός φιλύποπτου λαού που δεν ήξερε τι σημαίνουν καλοσύνη, ευεργεσία, ανθρώπινη αλληλεγγύη, αφού ποτέ δεν του τα είχαν διδάξει. Ήταν η απροκάλυπτη εχθρότητα ενός επισήμως αθεϊστικού κράτους, όπου το Σύνταγμα του δικτάτορα Χότζα απαγόρευε κάθε θρησκευτική έκφραση. Ήταν ο φόβος και το μίσος για την Ελλάδα και τους εχθρούς Έλληνες που τους εμφάνιζαν ως τη μεγάλη απειλή για την Αλβανία, κατασκευάζοντας ένα εκατομμύριο μπούνκρες (πολυβολεία) στα σύνορα, για να τα αποτρέψουν.

Ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος έπρεπε να αποδεικνύει κάθε μέρα σε όσους τον παρακολουθούσαν αδιάντροπα πως δεν ήταν ο απεσταλμένος επικίνδυνων εχθρών, ο υπηρέτης ξένων συμφερόντων, ο Έλληνας κατάσκοπος, που ως άλλος δούρειος ίππος επιδίωκε να εξελληνίσει τους Αλβανούς και να καταχτήσει τη χώρα τους. Τα πρώτα χρόνια οι δρόμοι γύρω από την Αρχιεπισκοπή γέμιζαν με απειλητικά συνθήματα φανατισμένων· «Έξω ο μαύρος κόρακας», έγραφαν. Τις νύχτες στη γειτονιά ακούγονταν αδιάκοποι πυροβολισμοί, ενώ οι πέτρες έπεφταν βροχή στο φτωχικό του κατάλυμα, μία παλιά εκκλησία, που ο Χότζα είχε μετατρέψει σε κλειστό γυμναστήριο και που τώρα ο Αναστάσιος τη χρησιμοποιούσε ως Αρχιεπισκοπή.

Ο Αναστάσιος τα υπέμεινε όλα αδιαμαρτύρητα. Ήξερε πως κινδύνευε ακόμη και η ζωή του, αλλά παρέμενε νηφάλιος, ανεπηρέαστος, δημιουργικός. Δούλευε ακούραστα, συνετά, απροκατάληπτα, άφοβα, για το καλό του λαού, που του εμπιστεύθηκε ο Θεός. Υπηρέτησε αυτοθυσιαστικά το θέλημα του Ουράνιου Πατέρα του, χτίζοντας εκκλησίες, σχολεία, νοσοκομεία, ευαγή ιδρύματα, γέφυρες αγάπης, με τις πέτρες που άνανδροι έριχναν τη νύχτα εναντίον του. Έτσι ο λαός κατάλαβε νωρίς ποιός τον αγαπούσε και τον νοιαζόταν πραγματικά, χωρίς την προσδοκία κανενός ωφελήματος. Έτσι οι είκοσι "κρυπτομαθητές" της πρώτης υποδοχής γίνηκαν χιλιάδες πιστοί στον ύστατο αποχαιρετισμό, εκδηλώνοντας θαρραλέα την πίστη τους, την αναγνώριση, την αγάπη, την ευγνωμοσύνη σε κείνον που τόσο τους αγάπησε και τους υπηρέτησε.

Πολλοί Λασιθιώτες είχαμε την τύχη να γνωρίσουμε τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο, τον Ιούνη του 2005, όταν ο Δήμος Αγίου Νικολάου Τον τίμησε κηρύσσοντάς τον επίτιμο δημότη του. Οι Δήμαρχοι των όμορων πόλεων είχαμε τότε προσκληθεί και είχαμε την μεγάλη ευλογία να συμμετάσχουμε στην πανηγυρική Θεία Λειτουργία, που τελέστηκε στη Μεγάλη Παναγία της Νεάπολης, κατά την οποία προεξήρχε ο Αρχιεπίσκοπος, ο οποίος και μας μίλησε.

Υπό το κράτος της μεγάλης συγκίνησης από την παρουσία και το θείο λόγο του, έγραψα αμέσως τότε ένα κείμενο καρδιάς, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΑΝΑΤΟΛΗ στις 8 Ιουνίου 2005.

Επειδή οι διαπιστώσεις, οι κρίσεις, τα συμπεράσματα, οι εντυπώσεις ισχύουν ακέραια μέχρι σήμερα ή μάλλον επιβεβαιώθηκαν και εντάθηκαν είκοσι χρόνια μετά, παρακάλεσα την «Ιεράπετρα 21ος Αιών» να το επαναδημοσιεύσει, καταχρώμενος το χώρο της και την υπομονή σας.

Συνάντηση στη Νεάπολη

με τον Αρχιεπίσκοπο Αλβανίας Αναστάσιο

Η πρώτη γνωριμία με τον Αρχιεπίσκοπο Αλβανίας Αναστάσιο, ήταν από τις στήλες της "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ", στις οποίες φιλοξενούνταν συχνά περισπούδαστα κείμενα του τότε Επισκόπου Ανδρούσης Αναστάσιου Γιαννουλάτου.

Κείμενα στα οποία αποτυπώνονταν η περίσσεια της θεολογικής του κατάρτισης, η γνώση της σύγχρονης πραγματικότητας, αλλά και η αγάπη του για το Θεό και τον άνθρωπο.

Αργότερα έμαθα από τρίτους για τη συνεπή αντιδικτατορική στάση του και για τη στήριξη που πρόσφερε στους ξεσηκωμένους φοιτητές στα χρόνια της Απριλιανής δικτατορίας, όταν ο ίδιος ήταν καθηγητής στη Θεολογική Σχολή της Αθήνας.

Στη συνέχεια είχαμε τη χαρά να τον "συναντούμε" σε εκπομπές διαλόγου της τηλεόρασης, στις οποίες υπερασπιζόταν με πειθώ τις απόψεις του. Όσοι τις παρακολουθούσαν τις ένιωθαν σαν ένα ποτήρι δροσερό νερό, μετά από μία δύσκολη καλοκαιρινή οδοιπορία.

Ο λόγος του μεστός, ήρεμος, γλυκύς, χωρίς φανατισμό, στηριζόταν στον αδαπάνητο θησαυρό της θύραθεν και της εκκλησιαστικής του παιδείας, αλλά και στην έγνοια του για το σύγχρονο άνθρωπο, που τον ένιωθε να συνθλίβεται ανυπεράσπιστος από τα πολλά προβλήματα της εποχής. Μην έχοντας την εύνοια όσων διοικούσαν την Εκκλησία της Ελλάδας, τα χρόνια εκείνα, δεν του δόθηκε μια γωνιά γης, μια χούφτα ανθρώπων στην επικράτειά της για να τους ποιμάνει.

Έτσι κλήθηκε να υπηρετήσει το Θεό και το κορυφαίο δημιούργημά του τον άνθρωπο, στην πονεμένη γη της Αφρικής, ως ιεραπόστολος στην Κένυα.

Εκεί, αν και είχε να αντιμετωπίσει συνθήκες αντίξοες, την ελονοσία, τη φτώχεια, την αγραμματοσύνη, τις αφρικανικές δοξασίες, την καχυποψία των ιθαγενών για τους ευρωπαίους "σωτήρες" τους, δε δείλιασε, δεν έπαψε ούτε μία στιγμή να εκπληρώνει το χρέος του.

Δέθηκε με τους φτωχούς, με τους εξαθλιωμένους από τη στέρηση αφρικανούς, γιάτρεψε τις πληγές τους, γλύκανε τον πόνο τους, τους αγάπησε και τον αγάπησαν. Έτσι έγινε η γέφυρα για να γνωρίσουν το Χριστό, αφού πείστηκαν πως αξίζει να πιστεύεις τον ίδιο Θεό με τον Αναστάσιο.

Ύστερα, όταν υπήρξε η "μεταπολίτευση" στην Αλβανία, το Οικουμενικό Πατριαρχείο έκρινε πως εκείνος ήταν κατάλληλος να ποιμάνει τούτο τον περήφανο και ανυπότακτο λαό, που τον είχαν μάθει να μισεί το Θεό και να νιώθει πως μπορεί να ζήσει χωρίς αυτόν.

Σ' αυτή, λοιπόν, τη χώρα των αετών, από την οποία έλειπαν όλα όσα μπορούν να θυμίζουν στοιχειώδη κρατική οργάνωση, αλλά και κοινωνία ευτυχισμένων ανθρώπων, ο Αναστάσιος κλήθηκε να θεμελιώσει πάνω στα ερείπια την Ορθόδοξη Εκκλησία, αλλά και να δημιουργήσει συνθήκες ζωής που αρμόζουν στον άνθρωπο.

Μόνος στην αρχή και έχοντας απέναντί του τις πρώτες αλβανικές κυβερνήσεις, που επιδίωξαν πολλές φορές να τον διώξουν, ακόμα και με την ψήφιση συνταγματικής διάταξης, κέρδισε γρήγορα την αγάπη του λαού, που στο πρόσωπό του αναγνώρισε έναν αληθινό πατέρα, πρόθυμο να του χαρίσει όλη την αγάπη της καρδιάς του.

Στην Αλβανία ο Αναστάσιος δεν νοιάστηκε μόνο για τους Έλληνες της μειονότητας. Δεν νοιάστηκε μόνο για τους ορθόδοξους πιστούς. Αγωνίστηκε με πάθος να κάνει καλύτερη τη ζωή όλων ανεξαιρέτως των Αλβανών, που το είχαν ανάγκη. Έκτισε σχολειά, δημιούργησε ιδρύματα κοινωνικής μέριμνας, εξόπλισε νοσοκομεία. Μοίρασε ψωμί, φάρμακα, εργαλεία, γνώσεις, φροντίδα, αγάπη σε όλους όσοι τα χρειάζονταν, χωρίς ποτέ να ζητήσει πιστοποιητικά για την πίστη ή την εθνικότητα όσων ευεργετούνταν από αυτόν. Οι πόρτες του Γραφείου του, η καρδιά και τα χέρια του ήταν για όλους ανοιχτά.

Γι' αυτό τον αγάπησε όλος ο λαός, που ζούσε τώρα την αιφνίδια μετάβαση σε μια καινούργια πραγματικότητα, η οποία του επιφύλασσε πολλές χαρές, εμπειρίες πρωτόγνωρες, αλλά και δυσκολίες μεγάλες, ξεριζωμό και κινδύνους. Ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος είναι χωρίς καμιά αμφιβολία ο καλός ποιμένας, ο άξιος Ιεράρχης, στον οποίο προσβλέπει σήμερα με σεβασμό και αγάπη ολόκληρη η Ορθοδοξία. Συνδυάζει τη βαθιά θεολογική παιδεία, την ικανότητα να μεταδίδει με τρόπο εύληπτο και τα πιο δύσκολα μηνύματα της πίστης και τη θέληση να μετουσιώνει το λόγο σε πράξη, την ορθοδοξία σε ορθοπραξία.

Είναι ο Ιεράρχης με την παγκόσμια αναγνώριση, με τη βαρύνουσα γνώμη, με το ανεπίληπτο ήθος και με το εξαίρετο κοινωνικό έργο.

Είναι ο πνευματικός πατέρας χιλιάδων στερημένων ανθρώπων, μαύρων και λευκών, πιστών που γνώρισαν το Χριστό μέσα από τον πόνο, τη στέρηση και τα δάκρυα.

Αυτόν τον χαρισματικό Ιεράρχη είχαμε την τύχη να συναντήσουμε το πρωί της Κυριακής στη Μεγάλη Παναγία της Νεάπολης, που ζούσε μια από τις πιο σπουδαίες στιγμές της ιστορίας της.

Η παρουσία του, η Θεία Λειτουργία, στην οποία προεξήρχε, το κήρυγμά του γίνηκαν για μας πηγή δυνατών, ανεπανάληπτων συναισθημάτων.

Πώς να μη θαυμάσεις τούτο το μικρόσωμο άνθρωπο, που κράτησε και κρατεί στους ασθενικούς ώμους του φορτίο βαρύ, υπηρετώντας την Εκκλησία του Θεού, προσφέροντας υπηρεσίες στον πάσχοντα άνθρωπο;

Πώς να μη συγκινηθείς από την καλοσύνη, την ευγένεια, την τρυφερότητα, την αγάπη, την αίσθηση της αλληλεγγύης, που νιώθεις να απορρέουν από την ίδια την ύπαρξή του και να αποτυπώνονται στο λόγο, στο χαμόγελο, στις σκέψεις, στις κινήσεις του;

Πώς να μη συγκλονιστείς, συναισθανόμενος πως τούτος ο Δεσπότης, που κλήθηκε να υπηρετήσει το Θεό σε δύσκολους τόπους και σε κρίσιμες ώρες, είναι ηγέτης πραγματικός, που έχει για όπλο του την κατανόηση της φύσης και των προβλημάτων του ανθρώπου και γι’ αυτό την αγάπη του λαού.

Όσοι βρεθήκαμε το πρωί της Κυριακής που μας πέρασε, στη Μεγάλη Παναγία της Νεάπολης νιώσαμε να μας αγγίζει η δύναμη της πίστεως, που πολλές φορές τη χάνουμε στο δρόμο της καθημερινής μας ζωής.

Συνειδητοποιήσαμε πως δεν υπάρχουν μόνο οι ποιμένες που καταστρέφουν τον αμπελώνα του Κυρίου και που, δυστυχώς, πλήθυναν στις μέρες μας, αλλά και οι άλλοι, σαν τον Αναστάσιο, που είναι σε θέση να ομορφαίνουν την επίγεια ζωή μας και να μας οδηγούν "εις νομάς σωτηρίους".

Νίκος Χριστοφακάκης

Δήμαρχος Ιεράπετρας