Ερευνητές του ΙΤΕ ανακάλυψαν γιατί τα κουνούπια αντέχουν τα εντομοκτόνα
Η ομάδα Μοριακής Εντομολογίας του Ινστιτούτου Μοριακής Βιολογίας και Βιοτεχνολογίας του ΙΤΕ ολοκλήρωσε ένα σημαντικό ευρωπαϊκό έργο
Είναι μία από τις πιο δυνατές ερευνητικές ομάδες στην Ευρώπη, με μακρά παράδοση σε κορυφαίες ανακαλύψεις, η ομάδα Μοριακής Εντομολογίας του Ινστιτούτου Μοριακής Βιολογίας και Βιοτεχνολογίας του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Ερευνας. Με επικεφαλής τον καθηγητή Γιάννη Βόντα, η ομάδα δημοσίευσε πρόσφατα μια σημαντική ανακάλυψη για την ανθεκτικότητα των κουνουπιών στα εντομοκτόνα, ενώ παράλληλα ολοκλήρωσε ένα από τα σημαντικότερα ευρωπαϊκά έργα, που παρήγαγε πρωτοποριακές τεχνολογίες ανίχνευσης τόσο των κουνουπιών - φορέων ασθενειών όσο και των παθογόνων παρασίτων και ιών.
«Οι ασθένειες που μεταδίδονται από τα κουνούπια πλήττουν δισεκατομμύρια ανθρώπους, με τεράστιες κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις. Πάνω από 200 εκατ. κρούσματα ελονοσίας και 400.000 θάνατοι καταγράφηκαν από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας το 2015, αριθμοί, πάντως, μικρότεροι από τους αντίστοιχους του 2000 (900.000 θάνατοι), κυρίως λόγω της χρήσης των εντομοκτόνων», σημειώνει ο κ. Βόντας. «Ωστόσο, το “επίτευγμα” αυτό βρίσκεται σε κίνδυνο, αφού τα κουνούπια αναπτύσσουν ανθεκτικότητα στα εντομοκτόνα, ενώ δεν υπάρχουν για την ώρα αξιόπιστες εναλλακτικές μέθοδοι αντιμετώπισης της ελονοσίας. Ετσι, από το 2015 και μετά, τα κρούσματα ελονοσίας σε ορισμένες περιοχές της Αφρικής αυξήθηκαν, παρά τον διπλασιασμό των επεμβάσεων με εντομοκτόνα».
Το κουνούπι Anopheles gambiae είναι ο κύριος φορέας της ελονοσίας και ο μεγαλύτερος «δολοφόνος» του πλανήτη. Η ομάδα Μοριακής Εντομολογίας του κ. Βόντα, στο ΙΜΒΒ του ΙΤΕ, σε πρόσφατη έρευνα που διεξήγαγε σε συνεργασία με τη Σχολή Τροπικής Ιατρικής του Λίβερπουλ, ανακάλυψε στο συγκεκριμένο είδος κουνουπιού έναν νέο μηχανισμό ανάπτυξης ανθεκτικότητας στα εντομοκτόνα. Συγκεκριμένα, στα πόδια των κουνουπιών «βρέθηκαν πρωτεΐνες που λειτουργούν σαν σπόγγοι, οι οποίοι κατακρατούν έως και το 99% των εντομοκτόνων μακριά από το νευρικό σύστημα των κουνουπιών» εξηγεί ο κ. Βόντας, ο οποίος ασχολείται επί μία 20ετία με το αντικείμενο αυτό, αρχικά στη Σχολή Τροπικής Ιατρικής του Λίβερπουλ και στη συνέχεια στο ΙΤΕ.
Τα ευρήματα, που δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό Nature, άνοιξαν τον δρόμο «στην ανάπτυξη τεχνολογιών έγκαιρης ανίχνευσης και διαχείρισης της ανθεκτικότητας και στην παρασκευή βελτιωμένων, πιο αποτελεσματικών αλλά και λιγότερο τοξικών σκευασμάτων, με την προσθήκη ουσιών που θα εξουδετερώνουν τους σπόγγους της ανθεκτικότητας», αναφέρει ο κ. Βόντας, ο οποίος διευθύνει και το Εργαστήριο Γεωργικής Φαρμακολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Η ομάδα του κ. Βόντα συντόνισε, επίσης, το ευρωπαϊκό πρόγραμμα DMC-MALVEC, με κύριο ερευνητή τον Κώστα Μαυρίδη. «Αναπτύχθηκε μια διαγνωστική πλατφόρμα που αυτοματοποιεί μια σύνθετη μοριακή διαδικασία σε “δισκάκι” ή σωληνάκια “eppendorf” μιας χρήσης. Αναλύοντας το γενετικό υλικό ενός αγνώστου μείγματος κουνουπιών, το οποίο έχει περισυλλεγεί με παγίδες, η πλατφόρμα μπορεί να εντοπίσει επικίνδυνα είδη κουνουπιών –δυνητικούς φορείς ασθενειών–, εάν φέρουν παράσιτα ελονοσίας ή άλλων ασθενειών, καθώς και αν έχουν αναπτύξει ανθεκτικότητα σε εντομοκτόνα και σε ποια, ώστε να ψεκαστούν με τα κατάλληλα φάρμακα», σημειώνει ο κ. Βόντας. Τα όποια αποτελέσματα εισάγονται σε μια έξυπνη βάση δεδομένων, που συνδέεται με συστήματα προειδοποίησης σε επίπεδο χώρας ή ΠΟΥ, ώστε να λαμβάνονται στρατηγικές αποφάσεις.
Το πρόγραμμα κατατάχθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις «ιστορίες επιτυχίας» του Horizon 2020. «Πρόκειται για ένα εξαιρετικά πρωτοποριακό και σημαντικό πρόγραμμα για την παγκόσμια υγεία, το οποίο προβάλλει διεθνώς το Ινστιτούτο Μοριακής Βιολογίας και Βιοτεχνολογίας του ΙΤΕ, καθώς και την Κρήτη, συμβάλλοντας έτσι στην καθιέρωση της αριστείας στο αντικείμενο των εντόμων υγειονομικής σημασίας και των εντομομεταδιδόμενων ασθενειών» τόνισε ο πρόεδρος του Δ.Σ. του ΙΤΕ, καθηγητής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης, ακαδημαϊκός Νεκτάριος Ταβερναράκης.
Πάντως, στο ΙΤΕ, που αποτελεί κέντρο αναφοράς στην Ευρώπη για τη μοριακή ανάλυση κουνουπιών, έχουν αναπτυχθεί αντίστοιχες διαγνωστικές πλατφόρμες και για άλλα είδη πέραν του ανωφελούς, που αφορούν την Ευρώπη και την Ελλάδα – για το κουνούπι τίγρης, το κοινό κουνούπι culex, όπως και για άλλες εντομομεταδιδόμενες νόσους πέραν της ελονοσίας, για αρμποϊούς όπως του Δυτικού Νείλου, δάγκειου ή κίτρινου πυρετού, Ζίκα κ.ά. Οι πλατφόρμες αυτές χρησιμοποιούνται ευρύτατα για την ανάλυση δειγμάτων από επιστήμονες όλου του κόσμου, μέσω του ευρωπαϊκού προγράμματος INFRAVEC2, στο οποίο το ΙΤΕ-ΙΜΒΒ συμμετέχει. «Η δραστηριότητα αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική για το ΙΤΕ και για την Ελλάδα, καθώς έρχονται στην Κρήτη ερευνητές από όλον τον κόσμο για να αναλύσουν τα δείγματά τους, δημιουργούνται συνεργασίες, αναπτύσσονται και συντηρούνται δίκτυα» καταλήγει ο κ. Βόντας.
Επιτεύγματα
Για τη μακρά παράδοση του ΙΤΕ στην έρευνα για την εξάλειψη της ελονοσίας στον κόσμο, την οποία ξεκίνησε ο ιδρυτής του ΙΜΒΒ Φώτης Καφάτος, μιλάει ο διευθυντής του Ινστιτούτου, Γιάννης Ταλιανίδης. «Φώτης Καφάτος, Χρήστος Λούης, Θανάσης Λουκέρης, Μπάμπης Σαββάκης, Γιάννης Βόντας, Inga Siden-Κιάμος έγραψαν και γράφουν Ιστορία στο ΙΤΕ. Πρόκειται για ερευνητές με μεγάλες ομάδες, που έκαναν πολύ σημαντικές ανακαλύψεις. Το πρώτο μεγάλο επίτευγμα ήταν η ανάγνωση της αλληλουχίας των γονιδιωμάτων του κουνουπιού Anopheles gambie και του παρασίτου της ελονοσίας. Ηταν μια διεθνής προσπάθεια από πολλά μεγάλα εργαστήρια, στην οποία καθοριστικό ρόλο έπαιξαν οι ομάδες του Φώτη Καφάτου στο ΙΤΕ-ΙΜΒΒ και στο EΜΒL (Ευρωπαϊκό Εργαστήριο Μοριακής Βιολογίας)», λέει ο κ. Ταλιανίδης. «Ακολούθησαν άλλα μεγάλα επιτεύγματα του ΙΜΒΒ, ανακαλύψεις γονιδίων και βιολογικών μονοπατιών, πρωτοποριακές τεχνολογίες επέμβασης στο γονιδίωμα του κουνουπιού κ.ά., που επέφεραν αλλαγές στον χώρο. Αλλά το πιο σημαντικό από όλα νομίζω πως είναι το εξής: οι άνθρωποι του Ινστιτούτου, ο Φώτης Καφάτος, ο Χρήστος Λούης, ο Γιάννης Βόντας, δημιούργησαν μεγάλα δίκτυα, μεγάλες συμμαχίες, οργάνωσαν τη διεθνή επιστημονική κοινότητα στη βασική και εφαρμοσμένη έρευνα. Αυτή η δραστηριότητά τους υπήρξε και συνεχίζει να είναι καθοριστική στην καταπολέμηση της σοβαρής αυτής ασθένειας».
kathimerini.gr