Σαν να μην έφταναν οι απανωτές δηλώσεις αμφισβήτησης των νησιών του Αιγαίου και οι προκλητικές ανακοινώσεις αξιωματούχων της Αγκυρας
Μια νέα τουρκική τηλεοπτική σειρά έρχεται να παρουσιάσει τους Ελληνες ως θύτες και τους Τούρκους ως θύματα την εποχή του 1922
«Ηταν στραβό το κλήμα, το ’φαγε κι ο γάιδαρος». Στην κατεύθυνση των κλιμακούμενων τουρκικών προκλήσεων έρχεται να προστεθεί και μια νέα τηλεοπτική σειρά.
Μετά τις απανωτές δηλώσεις αμφισβήτησης της Συνθήκης της Λωζάννης και της ελληνικότητας των νησιών του Αιγαίου, έρχεται να προστεθεί και «Η πατρίδα μου εσύ». Πρόκειται για μια φιλόδοξη τηλεοπτική παραγωγή που εξιστορεί τα γεγονότα της περιόδου που προηγήθηκε της Μικρασιατικής Καταστροφής του 1922, αλλά σύμφωνα με την εκδοχή των Τούρκων. Οι Ελληνες στρατιωτικοί παρουσιάζονται σαν δολοφόνοι και δυνάστες των φιλήσυχων Τούρκων που βλέπουν τις περιουσίες και τις οικογένειές τους να καταστρέφονται απρόκλητα. Πρωταγωνιστής είναι ο μεγάλος σταρ της γειτονικής χώρας Χαλίτ Εργκέντς, πασίγνωστος στην Ελλάδα από τον ρόλο του ως Σουλεϊμάν Μεγαλοπρεπής. Αυτός υποδύεται τον Τζεβντέτ, τον χαρακτήρα που μετά τον άδικο διωγμό του επαναστατεί και γίνεται Ελληνοφάγος. Στο πλευρό του βρίσκεται η γνωστή ηθοποιός και σύζυγός του στην πραγματική ζωή Μπεργκιουζάρ Κορέλ. Η σειρά έκανε πρεμιέρα μία διόλου τυχαία ημερομηνία, την 29η Οκτωβρίου. Τότε εορτάζεται η θεμελίωση της Τουρκικής Δημοκρατίας από τον Μουσταφά Κεμάλ.
Παρά το συχνά και απροκάλυπτα ανθελληνικό πνεύμα τους, οι τουρκικές τηλεοπτικές σειρές αποτελούν μέρος της εγχώριας τηλεοπτικής καθημερινότητας. Κάποτε ο μακαρίτης πρωθυπουργός και πρόεδρος της Τουρκίας Τουργκούτ Οζάλ είχε πει: «Δεν θα χρειαστεί πόλεμος για να κατακτήσουμε την Ελλάδα, θα πέσει μόνη της σαν ώριμο φρούτο στις αγκαλιές μας». Αν ζούσε το 2010, θα έτριβε τα χέρια του. Ηταν η χρονιά όπου οι τουρκικές σαπουνόπερες συστήθηκαν στο ελληνικό κοινό, το οποίο τους χάρισε εξαρχής πολύ υψηλά ποσοστά τηλεθέασης. Μέχρι και το 2014 είχαν παιχτεί 36 τουρκικές σειρές, κατακτώντας δεσπόζουσα θέση στα ελληνικά τηλεοπτικά προγράμματα. Σήμερα συνεχίζουν να απολαμβάνουν τεράστια απήχηση. Οι Ελληνες τηλεθεατές έχουν μετατραπεί σε φανατικούς καταναλωτές της τουρκικής σαπουνόπερας, ενώ σχεδόν όλα τα ιδιωτικά κανάλια τις έχουν εντάξει στο πρόγραμμά τους.
Η Ελλάδα, όμως, δεν αποτελεί τον μοναδικό πελάτη τους. Η τουρκική τηλεοπτική βιομηχανία αναπτύσσεται δυναμικά, καθώς έχει κατακτήσει πάνω από 300 εκατομμύρια θεατές σε περισσότερες από 75 χώρες. Τουλάχιστον 70 σειρές, κατά κανόνα σαπουνόπερες, πέρασαν τα τουρκικά σύνορα και κατέκλυσαν τις αγορές με βασικούς αποδέκτες χώρες της Μέσης Ανατολής και των Βαλκανίων. Το «Αγιάζι του έρωτα», το «Κισμέτ», τα «Ασημένια φεγγάρια» και το «Χίλιες και μία νύχτες» προβλήθηκαν ή συνεχίζουν να προβάλλονται σε αυτές τις χώρες. Το δημοφιλές και εδώ «Εζέλ» έσπασε τα κοντέρ τηλεθέασης σε Κροατία, Βουλγαρία, Ουγγαρία, κάνοντας μέχρι και 65% τηλεθέαση.
Τα έσοδα της τουρκικής τηλεοπτικής βιομηχανίας από τις εξαγωγές ξεπέρασαν τα 100 εκατ. δολάρια τον προηγούμενο χρόνο. Συγκριτικά, αναφέρουμε ότι το 2007 κυμαίνονταν στο 1 εκατ. δολάρια. Η επιτυχία τους εξηγείται εύκολα αν δει κανείς το δοκιμασμένο μοτίβο της αμερικανικής και της βραζιλιάνικης σαπουνόπερας, το οποίο ακολουθούν ευλαβικά, με τα αφελή δράματα των ηρώων και τη μικροαστική χλιδή που ζωντάνεψε στη μικρή οθόνη και ο Νίκος Φώσκολος τη δεκαετία του 1990 στην Ελλάδα.
Την αρχή της τουρκικής κούρσας έκανε η τηλεοπτική σειρά «Χίλιες και μία νύχτες». Ο πρόεδρος μιας από τις δεκάδες τουρκικές εταιρείες παραγωγής τηλεοπτικών προγραμμάτων Φιράτ Γκουλέντο είναι σαφής: «Το ‘‘Χίλιες και μία νύχτες” άνοιξε αγορές σε μια βιομηχανία που πάσχιζε να βρει οδό ανάπτυξης. Ο Ονούρ και η Σεχραζάτ συνέβαλαν στη διεθνή επιτυχία. Μέχρι τότε χρεώναμε γύρω στα 50 δολάρια το επεισόδιο. Μετά την επιτυχία του συγκεκριμένου σίριαλ η ταρίφα ανέβηκε και έφτασε μέχρι και τις 20.000». Σήμερα στη Μέση Ανατολή το μερίδιο των τουρκικών σειρών φτάνει το 65%, ξεπερνώντας κατά πολύ αυτό των ευρωπαϊκών και των αμερικανικών. Το Καζακστάν, το Αζερμπαϊτζάν και η Βουλγαρία ήταν από τις πρώτες χώρες που οσμίστηκαν τη δυναμική των τουρκικών σειρών και πρόλαβαν να εξασφαλίσουν αυτά τα τηλεοπτικά προϊόντα σε χαμηλές τιμές.
Το περιοδικό «Time» έγραψε ότι οι σειρές είναι «το κρυφό όπλο του Ερντογάν». Πράγματι, εκτός από την εμπορική πτυχή τους, φαίνεται να έχουν και ιδιαίτερη πολιτική βαρύτητα. Λειτουργούν ως όχημα της τουρκικής πολιτιστικής επιρροής. Αυτού που παλαιότερα ονομαζόταν «πολιτιστικός ιμπεριαλισμός». Πιστή στο δόγμα Νταβούτογλου για άσκηση επιρροής σε όλα τα επίπεδα, η νεοοθωμανική Τουρκία έχει στόχο να εδραιωθεί ως ηγεμονική δύναμη στην ευρύτερη περιοχή. Επιδιώκει να λειτουργήσει ως μητρόπολη του μεταοθωμανικού χώρου, δορυφοροποιώντας όχι μόνο τις μουσουλμανικές, αλλά και τις χριστιανικές χώρες που προέκυψαν από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αυτό δεν προωθείται μόνο με πολιτικοδιπλωματικά μέσα, αλλά και με την ήπια και αποτελεσματική ισχύ της πολιτιστικής επιρροής.
Απόδειξη αυτού είναι ότι το τουρκικό κράτος επιδοτεί συστηματικά τη δημιουργία και την εξαγωγή των τηλεοπτικών αυτών προϊόντων στη Μέση Ανατολή, στην Κεντρική Ασία, στα Βαλκάνια, μέχρι και στη Γαλλία, στη Σουηδία και τη Νορβηγία. Φροντίζει μάλιστα να δημιουργεί ακριβές παραγωγές, η δημιουργία των οποίων κοστίζει 100.000 δολάρια την ώρα. Τις πολυδάπανες αυτές παραγωγές επιπέδου Χόλιγουντ στη συνέχεια τις προσφέρει σε τιμές ευκαιρίας με μία και μοναδική προϋπόθεση: να μεταδίδονται στην τουρκική γλώσσα και όχι μεταγλωττισμένες. Βάζει, όμως, και όρους στο περιεχόμενό τους. Οι σειρές πρέπει να προβάλουν την ενότητα της οικογένειας και του ηθικού βίου. Σπάνια ή ποτέ θα δει κανείς τους πρωταγωνιστές να καταναλώνουν αλκοόλ, να καπνίζουν ή να δημιουργούν εξωσυζυγικές σχέσεις.
Το σημαντικότερο, όμως, κριτήριο είναι να προβάλουν θετικά τη χώρα προωθώντας την εικόνα μιας ισχυρής οικονομικά και πολιτικά Τουρκίας. Είναι τέτοιος ο έλεγχος πάνω στο σενάριο και την παραγωγή των σειρών που ο ίδιος ο Ερντογάν άσκησε δημόσια σκληρή κριτική στο σίριαλ για τον Σουλεϊμάν, όταν θεώρησε ότι παρεκκλίνει από τον σκοπό του. Συγκεκριμένα, σε ομιλία του στα εγκαίνια περιφερειακού αεροδρομίου δήλωσε χαρακτηριστικά: «Ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής πέρασε όλη του τη ζωή πάνω στο άλογο. Δεν είναι ο χαρακτήρας που απεικονίζεται στην τηλεοπτική σειρά». Είχε ενοχληθεί από το γεγονός ότι η σειρά ασχολιόταν με ίντριγκες στο χαρέμι του σουλτάνου.
Ο Τούρκος πρόεδρος είχε φτάσει ακόμα να πει ότι «έχουν ειδοποιηθεί οι Αρχές και αναμένεται η Δικαιοσύνη να λάβει τη σωστή απόφαση». Αμέσως μετά, το Τουρκικό Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο (RTUK) επέβαλε πρόστιμο στην τηλεοπτική σειρά, επειδή «δεν έδειξε τον πρέποντα σεβασμό στην ιδιωτική ζωή μιας ιστορικής προσωπικότητας». Οι τουρκικές πρεσβείες στις χώρες όπου προβάλλονται αυτά τα προϊόντα μαζικής κουλτούρας έχουν ειδική εντολή να τα προωθούν. Πραγματοποιούνται μάλιστα συσκέψεις στο τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών, στο οποίο έχει δημιουργηθεί μια ειδική υπηρεσία που καταπιάνεται μόνο με τα τουρκικά σίριαλ και τις τηλεταινίες, η οποία στη συνέχεια δίνει οδηγίες στους παραγωγούς.
Το εγχείρημα έχει στεφθεί με απόλυτη επιτυχία. Ο Τούρκος πρέσβης στη Σαουδική Αραβία ανακοίνωσε προσφάτως ότι «τα τουρκικά δράματα έχουν καταφέρει να εκτινάξουν τον αριθμό των τουριστών από τη Σαουδική Αραβία». Επίσης, οι Ιορδανοί ταξιδιωτικοί πράκτορες είδαν τους ταξιδιώτες για την Τουρκία να αυξάνονται κατά 25% όταν έβαλαν στην ξενάγηση το παλάτι όπου διαδραματίζονταν τα «Ασημένια φεγγάρια». Το σίριαλ «Η πατρίδα μου εσύ» δεν είναι η μοναδική παραγωγή που επιχειρεί να αλλοιώσει την Ιστορία. Η τουρκική ταινία «Αλωση 1453» (Fetih 1453) κόστισε περισσότερα από 17 εκατ. δολάρια και χρειάστηκε περίπου τρία χρόνια για να ολοκληρωθεί. Χρησιμοποιήθηκαν περίπου 20.000 κομπάρσοι, 44.000 μέτρα ύφασμα, 25.000 τ.μ. χαρτί και στούντιο των 2.500 τ.μ. Σύμφωνα με τα τουρκικά ΜΜΕ, είναι χωρίς αμφιβολία η ταινία με τον μεγαλύτερο προϋπολογισμό στην ιστορία του τουρκικού κινηματογράφου.
Η εφημερίδα «Hurriyet» ανέφερε ότι μόνο για το τρέιλέρ της δαπανήθηκαν 600.000 δολάρια. Η ταινία χρηματοδοτήθηκε αποκλειστικά από το τουρκικό κράτος και βασίστηκε στο μοντέλο των χολιγουντιανών περιπετειών ώστε να έχει την επιθυμητή απήχηση στο δυτικό κοινό.
Οι παραγωγές αυτές αποφέρουν χρήματα. Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι υπηρετούν τον σκοπό προβολής της Τουρκίας. Για την ακρίβεια, το νεοοθωμανικό καθεστώς χρησιμοποιεί την τηλεοπτική και κινηματογραφική παραγωγή για να προβάλει μια εξωραϊσμένη εικόνα της τουρκικής Ιστορίας και της κοινωνικής πραγματικότητας στο εξωτερικό.