Έγινε καπνός η «Χρυσή Επένδυση» της Τράπεζας Χανίων

11:24 π.μ. - Παρασκευή, 23 Ιουνίου 2017
11:06 π.μ. - Παρ, 23/24/2017
Image: Έγινε καπνός η «Χρυσή Επένδυση» της Τράπεζας Χανίων

Η συνεταιριστική Τράπεζα καλείται να αποζημιώσει άμεσα μια 74χρονη νοικοκυρά, η οποία προσέφυγε πρώτη στη Δικαιοσύνη και δικαιώθηκε

*Η συνεταιριστική Τράπεζα Χανίων ιδρύθηκε ως πιστωτικός συνεταιρισμός το έτος 1993, έλαβε άδεια ως πιστωτικό ίδρυμα το έτος 1995 και διατηρεί πάνω από 20 καταστήματα. Λόγω της εντοπιότητάς της υπήρξε ιδιαίτερα δημοφιλής Τράπεζα σε περιαστικές και αγροτικές περιοχές καθώς σε αυτές τα αισθήματα υποστήριξης των εντόπιων προϊόντων και υπηρεσιών ανέκαθεν ήταν εντονότερα
 
 
 
Σε μεγάλη περιπέτεια βρίσκονται τόσο οι καταθέτες που έγιναν «υποχρεωτικά» μεριδιούχοι της συνεταιριστικής Τράπεζας Χανίων όσο και η ίδια η τράπεζα η οποία καλείται να τους αποζημιώσει όπως διατάσσουν τα δικαστήρια.
 
Την περασμένη εβδομάδα έφθασε στα γραφεία του «Βήματος» η απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χανίων η οποία δικαιώνει μια 74χρονη νοικοκυρά καθώς ο δικαστής έκρινε ότι «παραπλανήθηκε από την Τράπεζα να μεταφέρει τα χρήματά της από προθεσμιακή κατάθεση στο πρόγραμμα "Χρυσή Επένδυση", χωρίς να της παρασχεθούν οι απαιτούμενες πληροφορίες τις οποίες εάν γνώριζε σε καμία περίπτωση δεν θα τοποθετούσε τα χρήματά της σε αυτήν».
 
Το δικαστήριο έκρινε ότι δικαιούται αποζημίωση για την απώλεια μέρους των καταθέσεών της (μεταφέρθηκαν στο επενδυτικό πρόγραμμα) επιδικάζοντάς της το ποσό των 45.990 ευρώ αλλά και ποσό 10.000 ευρώ για την ηθική βλάβη που υπέστη από την παράνομη συμπεριφορά της τράπεζας.
 
Η έκβαση της υπόθεσης και αυτή καθεαυτή η απόφαση αφορά 1.000-2.000 καταθέτες που βρέθηκαν στην ίδια ή σε ανάλογη θέση όταν η τράπεζα αναζητώντας νέα κεφάλαια προσέφυγε σε αυτούς και τους ζήτησε να μετατρέψουν σημαντικό ποσοστό έως 90% των καταθέσεών τους σε μερίδια.
 
Η αξία των μεριδίων στη συνέχεια κατέρρευσε, με αποκορύφωμα το 2015 όταν επιβλήθηκαν τα capital controls να μην μπορούν να σηκώσουν ούτε τα λιγοστά χρήματα που απέμειναν.
 
Το πρόγραμμα
 
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή για να γίνει αντιληπτό τι συνέβη και από τι απειλούνται αδαείς ή απρόσεκτοι καταθέτες.
 
Η συνεταιριστική Τράπεζα Χανίων ήδη από τη δεκαετία του 2000 είχε επινοήσει ένα σύνθετο πρόγραμμα εν μέρει καταθετικό, εν μέρει επενδυτικό με την ονομασία «Χρυσή επένδυση».
 
Το πρόγραμμα, αν και τιτλοφορούνταν «επενδυτικό», είχε τα στοιχεία αμιγούς «καταθετικού προϊόντος», με προσυμφωνημένη μάλιστα και εγγυημένη την ελάχιστη απόδοση στο κεφάλαιο.
 
Ο «επενδυτής», σύμφωνα με τη σύμβαση, δεν αναλάμβανε οποιοδήποτε ρίσκο και δεν κινδύνευε με απώλειες αλλά γνώριζε εκ των προτέρων τα χρήματα που θα λάμβανε κατ' ελάχιστον, ανεξαρτήτως της επιδόσεως του πιστωτικού ιδρύματος. Τυχόν μείωση της αξίας της συνεταιριστικής μερίδας δεν επηρέαζε την απόδοση του προγράμματος καθώς αυτό είχε ελάχιστη εγγυημένη απόδοση.
 
Ομως οι επονομαζόμενες «συνεταιριστικές μερίδες» που εκδίδονταν βάσει του ανωτέρω προγράμματος δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις του νόμου για να χαρακτηριστούν ως «εποπτικά κεφάλαια» και να προσμετρήσουν στα «ίδια κεφάλαια» καθώς η τράπεζα είχε αναλάβει δέσμευση για άμεση ρευστοποίησή τους σε κάθε περίπτωση που ο καταθέτης επιθυμούσε τον τερματισμό της επένδυσης.
 
Μετά ήρθε η κρίση. Το 2013 εκδόθηκε ο Κανονισμός 575 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων.
 
Tον Αύγουστο του 2013, η Διεύθυνση Εποπτείας Πιστωτικού Συστήματος της Τράπεζας της Ελλάδος απέστειλε επιστολές προς τις τράπεζες και καθιστούσε σαφές ότι οι συνεταιριστικές μερίδες πρέπει να πληρούν τους όρους του κανονισμού προκειμένου να δύνανται να χαρακτηρισθούν ως μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών.
 
Η ΤτΕ λοιπόν, ως εποπτεύουσα Αρχή, «έστω και καθυστερημένα» κατέστησε σαφές ότι οι επονομαζόμενες ως «συνεταιριστικές μερίδες» που είχαν εκδοθεί στα πλαίσια του επενδυτικού προγράμματος «Χρυσή Επένδυση» από 1.1.2014 δεν θα προσμετρούνταν στο εποπτικό κεφάλαιο με αποτέλεσμα η τράπεζα να κινδυνεύει άμεσα να βρεθεί χωρίς κεφάλαια.
 
Ο κίνδυνος κατάρρευσης
 
Με τον πλέον επίσημο τρόπο λοιπόν, η μεθόδευση της Τράπεζας Χανίων να εμφανίζει τις καταθέσεις ως δήθεν «κεφάλαια» ενώ με τους καταθέτες είχε συμφωνήσει συμβατικά την άμεση ρευστοποίηση αυτών και είχε εγγυηθεί το κεφάλαιό τους κατέρρευσε, με κίνδυνο να καταρρεύσει και ο ισολογισμός της, αφού θα υποχρεωνόταν από 1.1.2014 να διαγράψει «ίδια κεφάλαια» εκατομμυρίων ευρώ!
 
Η τράπεζα τότε, αποκρύπτοντας από τους καταθέτες που είχαν ενταχθεί στο πρόγραμμα τα κρίσιμα νέα δεδομένα τα οποία γνώριζαν και τα οποία θα ήταν καθοριστικά προκειμένου να λάβουν τη σωστή επενδυτική απόφαση, τους κάλεσε στα τέλη του έτους 2013 να μεταβούν στα υποκαταστήματά της προκειμένου, όπως ενημερώθηκαν, να γίνουν κάποιες «διευθετήσεις» σε σχέση με το πρόγραμμα, το οποίο δήθεν απλώς θα άλλαζε όνομα από «Χρυσή Επένδυση» σε «Αποδίδω».
 
Τα capital controls
 
Οταν λοιπόν στις αρχές του 2015 οι καταθέτες έτρεχαν μαζικά να αναλάβουν τις καταθέσεις τους, η τράπεζα άρχισε με διάφορες προφάσεις να καθυστερεί τη ρευστοποίηση του προγράμματος προσπαθώντας ταυτόχρονα να πείσει τους καταθέτες ότι δεν κινδύνευαν τα χρήματά τους μέχρι βεβαίως την επιβολή των capital controls, οπότε μετά την επαναλειτουργία των τραπεζών σταμάτησε οριστικά να εξαργυρώνει το πρόγραμμα, επικαλούμενη τους περιορισμούς της ΤτΕ.
 
Πολύ περισσότερο ο λόγος ήταν ότι τα κεφάλαιά της δεν επαρκούσαν για να προβεί σε ρευστοποιήσεις.
Τον Νοέμβριο του 2015 η τράπεζα προέβη σε ανακεφαλαιοποίηση που καλύφθηκε με ιδιαίτερη δυσκολία, συμμετέχοντας σε αυτήν ακόμα και νομικά πρόσωπα που ελέγχονται από το Δημόσιο με τιμή περί τα 4 ευρώ ανά μερίδα.
 
Με τη νέα σύμβαση η τράπεζα ισχυρίζεται ότι δεν έχει υποχρέωση να ρευστοποιεί τις μερίδες και ότι αυτές ρευστοποιούνται σύμφωνα τις διατάξεις του καταστατικού.
 
Τότε οι καταθέτες που είχαν αποκτήσει τις μερίδες του προγράμματος σε τιμή 35 ευρώ άρχισαν να αντιλαμβάνονται ότι απώλεσαν τις καταθέσεις τους.
 
Την άνοιξη του 2016 η τράπεζα όρισε την τιμή της μερίδας στο ποσό των 14 ευρώ, πλην όμως σε ουδεμία ρευστοποίηση προέβη, ώστε η αξία αυτή να εμφανίζεται μόνο «τύποις».
 
Μέχρι σήμερα πολλοί καταθέτες έχουν προσφύγει στη Δικαιοσύνη. Από τους πρώτους που προσέφυγαν και δικαιώθηκαν ήταν η 74χρονη νοικοκυρά, που θα αποζημιωθεί για την απώλεια των χρημάτων της.
 
Εκατοντάδες καταθέτες απώλεσαν τις αποταμιεύσεις τους
 
Την υπόθεση, όπως και άλλες αγωγές που έχουν κατατεθεί στο Πρωτοδικείο Χανίων, χειρίστηκε το δικηγορικό γραφείο του Ευγένιου Αρετάκη και η δικηγορική εταιρεία «ΧΚ» των Νικολάου Χαζιράκη και Πόπης Κελαϊδή.
Ο δικηγόρος Ευγένιος Αρετάκης δήλωσε: «Μόλις έναν χρόνο μετά την κατάθεση των πρώτων αγωγών έχουμε ήδη την πρώτη πρωτόδικη απόφαση, η οποία δικαιώνει καταθέτρια του προγράμματος "Χρυσή Επένδυση - Αποδίδω". Είναι μια σημαντική ημέρα για εκατοντάδες καταθέτες που απώλεσαν τις αποταμιεύσεις τους.
 
Η υπόθεση είναι από τις πρώτες που εκδικάστηκαν με τη νέα διαδικασία του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και η γρήγορη εξέλιξή της καθιστά σαφές ότι οι πολίτες που προσφεύγουν στη Δικαιοσύνη μπορούν πλέον να προσδοκούν σε άμεση επίλυση της διαφοράς τους, χωρίς τις πολυετείς καθυστερήσεις του παρελθόντος.
 
Η Τράπεζα επιχείρησε να πείσει ότι τα έτη 2013, 2014 και 2015, μέχρι και λίγες ημέρες πριν από την επιβολή της τραπεζικής αργίας, και ενώ η χώρα μας είχε ήδη έρθει αντιμέτωπη με μια ανείπωτη οικονομική και τραπεζική κρίση, υπήρξαν "επενδυτές" πρόθυμοι να επενδύσουν στο κεφάλαιό της, αφού "έλαβαν δήθεν επαρκή ενημέρωση", συμφωνώντας να αποκομίσουν ετήσια απόδοση σχεδόν αντίστοιχη με αυτήν της προθεσμιακής κατάθεσης. Ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι συμβατός με τους κανόνες της λογικής και αυτό εν πολλοίς δέχθηκε και το Μονομελές Πρωτοδικείο Χανίων».
 
Ο δικηγόρος Νικόλαος Χαζιράκης δήλωσε:
«Εγινε αντιληπτό από το Δικαστήριο ότι ουδείς λογικός και νοήμων άνθρωπος θα κατέφευγε εν καιρώ κρίσης με ήδη κλειστές τις περισσότερες τράπεζες στην Ελλάδα και ενώ οι αξίες των μετοχών των υπολοίπων τραπεζών είχαν κατακρημνισθεί στην αγορά συνεταιριστικών μερίδων ρισκάροντας τις μοναδικές αποταμιεύσεις του. Η απόφαση δέχθηκε ότι η εντολέας μας όχι μόνο παραπλανήθηκε από τους υπαλλήλους της Τράπεζας οι οποίοι της παρείχαν ελλιπή ενημέρωση, αλλά και ότι οι ίδιες οι συμβάσεις που είχε υπογράψει περιείχαν ασάφειες και αμφισβητούμενα σημεία, με αποτέλεσμα να απολέσει το μεγαλύτερο μέρος του κεφαλαίου της».
 
 
 
 
Πηγή: tovima.gr