Ζητούνται άνθρωποι με παυσίπονη δράση
Ένα κείμενο της Βάσιας Κούκη
Στην πορεία της ζωής μας θα συναντήσουμε ανθρώπους από διάφορες "πάστες". Καλοί, κακοί, ψεύτες, πονηροί, αγαθοί, αληθινοί, φιλικοί, μοναχικοί, φαφλατάδες, άνθρωποι τσακισμένοι από τη μοίρα, τίμιοι, με ψυχή και φιλότιμο. Θα συναναστραφούμε με ανθρώπους που μάς επιβουλεύονται, θέλουν το κακό μας και παραμονεύουν σε μια γωνιά, ώστε όταν μας δουν να πέφτουμε, να τρίψουν τα χέρια τους από ικανοποίηση και ευχαρίστηση.
Υπάρχουν, όμως, κάποιοι άνθρωποι ή καλύτερα, Άνθρωποι, που δύσκολα θα τους αναγνωρίσεις, αν δεν σου μιλήσουν οι ίδιοι για ό,τι κουβαλούν. Δύσκολα θα καταλάβεις τον σταυρό τους, αν δεν τους ζήσεις από κοντά. Είναι εκείνοι οι ταπεινοί άνθρωποι, που τους άλλαξε ο πόνος. Δεν ήταν πάντα έτσι, ούτε το σχεδίαζαν να γίνουν αυτό που είναι. Αναγκάστηκαν. Αναγκάστηκαν να αλλάξουν, να γίνουν κάτι άλλο. Και αυτό το έκαναν και για να επιβιώσουν και για να συνεχίσουν και για να στηρίξουν τους άλλους, σημαντικούς τους, με κάθε μέσο που διαθέτουν, με κάθε δύναμη που βρίσκουν βαθιά μέσα τους. Πού; Ούτε κι εκείνοι ξέρουν.
Ο πόνος είναι ένα άκρως αρνητικό συναίσθημα, μια δύσκολη κατάσταση, μια δύσβατη πορεία, τόσο για την ψυχή, όσο και για το σώμα, που έχει τον τρόπο του να σε αλλάζει. Πόσο μάλλον ο πόνος, που δεν είναι ένας απλός πονοκέφαλος ή ένα ελαφρύ χτύπημα, με μικρή διάρκεια ή πόνος που προέρχεται κάποια μικρή, ασήμαντη απώλεια. Υπάρχει ένας άλλος πόνος, ευχή και κατάρα στη ζωή, που είναι συνεχής, αδιάκοπος, καθημερινός. Δεν γνωρίζει από γιορτές, από ξεκούραση ή ύπνο. Τον λένε χρόνιο πόνο και σε κάνει να βλέπεις τη ζωή αλλιώς. Ζώντας μαζί του, αντιμετωπίζεις τις καταστάσεις και τους ανθρώπους τελείως διαφορετικά. Μπορείς να κοιτάξεις κατάματα τον κάθε φόβο, με περισσή ανδρεία, γιατί πια δεν έχεις τίποτα άλλο να χάσεις, δεν έχεις τίποτα άλλο να σώσεις, μονάχα εσένα και ο,τι σου απέμεινε.
Ο πόνος, είτε είναι σωματικός και προέρχεται από μια χρόνια ασθένεια (αυτοάνοσο νόσημα, κακοήθεια, πόνος από "φάντασμα-μέλος", νευρολογικές διαταραχές κτλ) είτε είναι ψυχικός και είναι απόρροια μιας απώλειας, κατά βάση ενός θανάτου, κάνει τον άνθρωπο που τον βιώνει διαφορετικό. Ανθεκτικό. Τον στρατολογεί σε ένα άρμα βίαιο και αδυσώπητο. Ανελέητα χτυπήματα και τραγικές στιγμές πλαισιώνουν τις μέρες και, κυρίως, τις νύχτες του. Μα μέσα σ'αυτην την δίνη, θα δεις τους ανθρώπους αυτούς, να χαμογελούν, να σου μιλούν όμορφα, ευγενικά και ίσως σοφά. Θα συζητούν μαζί σου καθετί ασήμαντο και εφήμερο κι ας το μυαλό τους είναι στο βάσανό τους. Δεν θα σε αφήσουν να το καταλάβεις. Όχι για να μην στεναχωρηθείς. Μα για να μην αισθανθούν οι ίδιοι τους ότι διαφέρουν. Για να μην νιώσουν "καημένοι". Πασχίζουν όλη μέρα, κάθε μέρα, να κάνουν ό,τι και οι άλλοι. Μπορεί και περισσότερα από αυτούς. Όλη η ζωή τους μια μάχη. Μια γενναία μάχη, που άλλες φορές κερδίζουν και οπλίζονται στιβαρά, ώστε να συνεχίσουν κι άλλες φορές χάνουν και τα δάκρυα πλημμυρίζουν τα μάτια τους, θολώνουν την εικόνα τους, μήπως και η πραγματικότητα έτσι αλλάξει. Μα δεν αλλάζει,δυστυχώς. Έτσι, με μια βαθιά ανάσα, συνεχίζουν. Κι ας είναι σπασμένα τα κουπιά τους κι ας τους φυσάει κόντρα ο άνεμος. Εκείνοι ξέρουν πώς να μάχονται, σε συνθήκες αντίξοες, σε αναποδιές και κακοτοπιές.
Κατάρα ο χρόνιος πόνος. Γονείς που έθαψαν τα παιδιά τους, άνθρωποι που δεν επανήλθαν ποτέ μετά από ένα τροχαίο, καρκινοπαθείς, ρευματοπαθείς, παιδιά που ορφάνεψαν, άνθρωποι με βαριά κατάθλιψη, άνθρωποι που αποπειράθηκαν να βάλουν τέλος στη ζωή τους, κουβαλάνε στους ώμους τους έναν σταυρό βαρύ. Κάθε μέρα. Και καθώς ανεβαίνουν τον Γολγοθά τους, βρίσκουν πού και πού κάτι μικρά ανθάκια, σπαρμένα εδώ κι εκεί, γεννήματα αισιοδοξίας, φωτός και ελπίδας.
Ξέρουν, πως η ζωή είναι ένας ωκεανός, παγωμένος, βαθύς, επικίνδυνος. Μα κάποιες σταγόνες του λάμπουν αλλιώτικα. Οι σταγόνες αυτές είναι οι στιγμές, που μπορούν να πάρουν για λίγο το βάρος από πάνω τους, να το αφήσουν σε μιαν άκρη, να ξαποστάσουν και να μπορέσουν να συνεχίσουν πάλι την ανηφοριά. Είναι κάτι απλά πράγματα που γεννάνε ευτυχία, την οποία οι άνθρωποι αυτοί, είναι τόσο ταπεινοί, που τα εκτιμούν βαθύτατα. Τα ευλογούν και τα ζουν.
Ξέρουν καλά πως η ζωή είναι εύθραυστη. Αλλάζει απο τη μια στιγμή στην άλλη. Τόσο που μπορεί να μην ξαναείναι ποτέ η ίδια. Κι όμως, ξέρουν να λένε "σ'ευχαριστώ" , "σ'αγαπώ", "συγνώμη" και "μπράβο". Μα το σπουδαιότερο είναι πως το εννοούν. Ξέρεις πόσα χαμόγελα και όνειρα κουβαλούν στις τρύπιες τσέπες τους; Πόσες μαύρες σκέψεις κλειδώνουν κάθε νύχτα για να μπορούν να κοιμηθούν;
Άνθρωποι πολύτιμοι, που ξέρουν να σέβονται καθετί ζωντανό, δεν ενοχλούν, δεν κάνουν θόρυβο, δεν προσβάλουν, δεν λειτουργούν εγωιστικά ή υπεροπτικά. Αντ' αυτού, παρατηρούν τον κόσμο γύρω τους, χαμογελούν, χωρίς να ζητούν ανταλλάγματα ή πολυτέλειες. Είναι ανιδιοτελείς και βαθιά φιλοσοφημένοι. Έχουν περάσει τόσες ώρες με τον εαυτό τους, που ξέρουν καλά ποιον να εμπιστευτούν, ποιον να βάλουν στη ζωή τους, αλλά και ποιον δεν έχουν πλέον ανάγκη, γιατί μόνο χειρότερα μπορεί να τους κάνει.
Αυτή η σκληρή πραγματικότητα που σέρνουν σε κάθε βήμα τους, τούς έχεις προσδώσει μια σκληρή ευαισθησία, μα και μια ανεπιτήδευτη αυθεντικότητα. Δεν περιμένουν τη λιακάδα για να βγουν να τρέξουν. Μπορούν και στη βροχή κι ας μην κρατούν ομπρέλα. Είναι σαν τους ποιητές, που ακόμα και στο πιο θλιβερό, θα βρουν μιαν αχτίδα φωτός, τόση όσο να προσδοκούν με μια προσμονή μικρού παιδιού, ένα καλύτερο αύριο.
Δε θα κακιώσουν, ούτε θα θυμόσουν με εσένα που είσαι καλά, με εσένα που τα έχεις όλα και παρολ' αυτά γκρινιάζεις για τα ασήμαντα και τα δευτερεύοντα. Μόνο θλίψη κουβαλούν, που μοιάζει με αυλαία θεάτρου. Στον κόσμο σαν βρίσκονται, την μαζεύουν μηχανικά στην άκρη, μην και αχνοφαίνεται στα μάτια τους, μα μοναχοί όταν βρεθούν, την ρίχνουν και στέκουν πίσω της. Κουρασμένοι, άδειοι. Και τι να εξηγήσουν, σε ποιον; Ακαταλαβίστικα και ανεξήγητα τα βάσανά τους, σε όσους δεν φόρεσαν ποτέ τα παπούτσια τους.
Σπάνια θα παραδεχτούν πως πονάνε. Όπως έλεγε και η Έλλη Λαμπέτη: "Ξέρω πως αν παραδεχτώ ότι πονάω θα με ρωτήσουν,πόσο... Τι απάντηση να δώσεις; Με ποια μονάδα μέτρησης μετριέται ο ανθρώπινος πόνος; Με τι νούμερο; Με το ένα, με το πέντε, με το δέκα; Τους λέω λοιπόν ότι δεν πονάω και ξεμπερδεύω". Ο ανθρώπινος πόνος δεν μοιράζεται, ούτε και μετριέται. Γι' αυτό, όσοι τον ζουν δεν σκοπεύουν να παλέψουν, προκειμένου να τους αποδεχτείς. Δε θα σου ζητήσουν κατανόηση ή αλλιώτικη αντιμετώπιση, αφού η ίδια η ζωή τούς επέλεξε για να ξεχωρίζουν. Καμία φορά, όμως, τότε που η υπομονή έχει πια εξαντληθεί, τότε που η καρδιά ουρλιάζει "φτάνει τόσο", μπορεί να γίνουν απότομοι και νευρικοί. Μη τους παρεξηγείς, πάλι σ’ αγαπούν. Στάσου πλάι τους, σιωπηλά, στωικά και πάρε μαθήματα ζωής. Όση ενσυναίσθηση έχεις καλλιεργημένη μέσα σου, άφησέ την ελεύθερη, να νιώσεις τον άνθρωπο τον απλό, τον ταπεινό, τον αφανή. Να στηρίξεις εκείνον, που με αγάπη, φιλότιμο και υπευθυνότητα, είναι δοσμένος στην οικογένεια και τους ανθρώπους του, παρόλο που η ζωή τον παραμόνευσε σε μια στροφή και του έκλεψε το αυθόρμητο χαμόγελο, μα και την ξεγνοιασιά.
Ιερές ψυχές, που σαν αγία εικόνα θέλεις να προσκηνύσεις, θα βρίσκονται πάντα εκεί γύρω, να σου θυμίζουν πως όσα έχεις, όσα μπορείς και απολαμβάνεις είναι υπέρ αρκετά και όσα δεν έκανες, γιατί δείλιασες ή βαρέθηκες, εκείνοι ετοιμάζονται να τα κάνουν για δεύτερη φορά, χωρίς δεκανίκια, δικαιολογίες ή καβάτζες.
Κι αν εκεί ψηλά υπάρχει θεός, τούς γνωρίζει, τούς σπλαχνίζεται και κάθε που χαράζει, τούς χαρίζει ένα κομματάκι ήλιο, γιατί ολημερίς φορούν το σκοτάδι τους αξιοπρεπώς. Εσύ, αν τύχει και συναντήσεις έναν τέτοιο άνθρωπο στο διάβα σου, μην ψαχουλέψεις την ψυχή του, μην τσαλαπατήσεις την ήδη ανάκατη ζωή του. Δέξου τον όπως είναι και αγάπησέ τον. Όσο μπορείς κι αν μπορείς. Αλλιώς, φύγε πέρα, με αθόρυβα βήματα και, σε παρακαλώ, μόνο στην πόρτα του μην σταθείς. Θέλει να την κλείσεις, για να συνεχίσει κι εκείνος το δρόμο του.