Εξελίξεις από την επόμενη εβδομάδα
"white-space:pre"> Εγκλήματα απιστίας που ενδεχομένως διαπράχθηκαν κατά την άσκηση των καθηκόντων των: Αντωνίου Σαμαρά, Παναγιώτη Πικραμμένου, Δημήτριου Αβραμόπουλου, Ανδρέα Λυκουρέντζου, Μάριου Σαλμά, Ανδρέα Λοβέρδου, Άδωνι – Σπυρίδωνα Γεωργιάδη, Ιωάννη Στουρνάρα, Ευάγγελου Βενιζέλου και Γεωργίου Κουτρουμάνη, έχουν τελεστεί από το 2006 το νωρίτερο, έως τον Ιανουάριο του 2015 το αργότερο. Επομένως, έχουν παρέλθει για όλα οι δύο πρώτες σύνοδοι της αμέσως επόμενης βουλευτικής περιόδου και ως εκ τούτου εμπίπτουν στην αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 86 παρ. 3 Σ.
2. Σχετικά πάντως με τις αναφερόμενες πράξεις στο έγγραφο που απέστειλαν οι βουλευτές Α. Χριστοφιλοπούλου, Α. Λοβέρδο και Β. Κεγκέρογλου σχετικά με τον πρώην Υπουργό Υγείας Π. Κ για το ζήτημα της μη έκδοσης δελτίου τιμών στο πρώτο εξάμηνο του 2015, θα πρέπει να αναφερθεί ότι οι παράμετροι της τιμολόγησης των φαρμάκων αποτελούσαν αντικείμενο της διαπραγμάτευσης με τους με τους θεσμούς. Ως εκ τούτου, η τελική διαμόρφωση του δελτίου τιμών δεν μπορούσε να γίνει αυτοτελώς και αυτοδυνάμως από την ελληνική πλευρά, γεγονός που οδήγησε σε ολιγόμηνη καθυστέρηση. Αυτό εξηγεί την ουσία της καθυστέρησης ανεξάρτητα από το γεγονός, ότι η ποινική ευθύνη ενδεχομένως εμπλεκομένων πολιτικών προσώπων έχει αποσβεστεί.
3. Τα εγκλήματα δωροληψίας και δωροδοκίας υπαλλήλων (βλ. άρθρα 235 και236 Ποινικού Κώδικα) αφορούν πράξεις τελούμενες από τους έχοντες ιδιότητα υπαλλήλου, για ενέργειες ή παραλείψεις τους σε σχέση με την άσκηση των καθηκόντων τους. Κατά τη ρύθμιση του άρθρου 86 παρ. 3, ωστόσο, δεν αρκεί η παραπάνω σχέση, αλλά τα εγκλήματα δωροδοκίας ή δωροληψίας θα πρέπει να έχουν τελεστεί ΚΑΤΑ την άσκηση των καθηκόντων του υπαλλήλου. Επιζητείται δηλαδή από το Σύνταγμα, ενόψει της εφαρμογής μιας εξαιρετικής – ειδικής ρύθμισης, μια αμεσότερη συνάφεια και εγγύτητα προς την άσκηση των καθηκόντων του πολιτικού. Αντίστοιχη π.χ. αμεσότητα επιζητείται για την αναγνώριση άμεσης συνέργειας κατά το άρθρο 46 παρ. 1β του Ποινικού Κώδικα.
Ο χρόνος και ο τρόπος τέλεσης των αντίστοιχων εγκλημάτων και η απαιτούμενη αμεσότητα, ωστόσο, αποτελούν πραγματικό ζήτημα, το οποίο χρειάζεται διερεύνηση και απόδειξη.
Συντρέχει λόγος επομένως ως προς τις παραπάνω πράξεις να αποφασιστεί από τη Βουλή η συγκρότηση ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, ώστε να διαπιστωθεί εάν έχουν τελεστεί κατά την άσκηση καθηκόντων των συγκεκριμένων πολιτικών. Σε καταφατική περίπτωση θα πρέπει να αναγνωριστεί και για τις αναφερόμενες πράξεις δωροδοκίας και δωροληψίας ότι η σχετική ευθύνη έχει αποσβεστεί κατ’ άρθρο 86 παρ. 3 του Συντάγματος. Σε διαφορετική, αρνητική, περίπτωση η δικογραφία θα πρέπει να επιστραφεί στη δικαιοσύνη, η οποία είναι αρμόδια να διερευνήσει εγκλήματα πολιτικών που δεν έχουν τελεστεί κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.
4. Από τα έγγραφα που διαβιβάσθηκαν από την αρμόδια Εισαγγελία επίσης προκύπτει ότι ερευνώνται περιπτώσεις τέλεσης εγκλήματος νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα. Πρέπει να σημειωθεί ότι σε όλες τις περιπτώσεις έχουν γίνει γνωστές περιστάσεις από τις οποίες θα μπορούσαν να συναχθούν ενδείξεις παραγωγής περιουσιακού οφέλους από τις πράξεις της δωροληψίας, παθητικής δωροδοκίας και απιστίας και στη συνέχεια νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 2 του Ν. 3691/2008, νομιμοποίηση εσόδων από τις εγκληματικές δραστηριότητες (ξέπλυμα χρήματος), που προβλέπονται στο άρθρο 3, αποτελούν οι ακόλουθες πράξεις: α) Η μετατροπή ή η μεταβίβαση περιουσίας εν γνώσει του γεγονότος ότι προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοιες δραστηριότητες, με σκοπό την απόκρυψη ή τη συγκάλυψη της παράνομης προέλευσής της ή την παροχή συνδρομής σε οποιονδήποτε εμπλέκεται στις δραστηριότητες αυτές, προκειμένου να αποφύγει τις έννομες συνέπειες των πράξεων του.
β) Η απόκρυψη ή η συγκάλυψη της αλήθειας με οποιοδήποτε μέσο ή τρόπο, όσον αφορά στη φύση, προέλευση, διάθεση, διακίνηση ή χρήση περιουσίας ή στον τόπο όπου αυτή αποκτήθηκε ή ευρίσκεται ή την κυριότητα επί περιουσίας ή σχετικών με αυτή δικαιωμάτων, εν γνώσει του γεγονότος ότι η περιουσία αυτή προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοιες δραστηριότητες.
γ) Η απόκτηση, κατοχή, διαχείριση ή χρήση περιουσίας, εν γνώσει κατά το χρόνο της κτήσης ή της διαχείρισης, του γεγονότος ότι η περιουσία προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοιες δραστηριότητες.
δ) Η χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα με την τοποθέτηση σε αυτόν ή τη διακίνηση μέσω αυτού εσόδων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες, με σκοπό να προσδοθεί νομιμοφάνεια στα εν λόγω έσοδα.
ε) Η σύσταση οργάνωσης ή ομάδας δύο τουλάχιστον ατόμων για τη διάπραξη μιας ή περισσότερων από τις πράξεις που αναφέρονται στα παραπάνω στοιχεία α' έως δ' και η συμμετοχή σε τέτοια οργάνωση ή ομάδα.
Εξάλλου, όπως ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 εδ. δ’ του Ν. 2331/1995, όπως την αντικατέστησε το άρθρο 3 παρ. 1 του Ν. 3424/2005, «η ποινική ευθύνη για το βασικό έγκλημα δεν αποκλείει την τιμωρία του υπαιτίου και για τις πράξεις των ανωτέρω στοιχείων α’, β΄ και γ’ της παραγράφου αυτής» (δηλαδή τις πράξεις νομιμοποίησης εσόδων τα οποία προέκυψαν από τη βασική πράξη).Υπάρχει μάλιστα ήδη σημαντικό νομολογιακό προηγούμενο του Ακυρωτικού Δικαστηρίου (ΣυμβΑΠ 1231/2004 ΠοινΧρον ΝΕ/2005,527 =ΠοινΔικ 2005,33επ. =ΠοινΛογ 2004) βάσει του οποίου γίνεται δεκτό, ότι η δυνατότητα ταύτισης του ενεργητικού υποκειμένου του βασικού εγκλήματος, από το οποίο προήλθαν τα παράνομα έσοδα, με τον δράστη της νομιμοποίησης, αποκλείεται μόνο σε μια περίπτωση: εκεί όπου συντρέχει σκοπός παροχής συνδρομής σε τρίτο πρόσωπο ενεχόμενο σε εγκληματική δραστηριότητα. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις, εφόσον ο νόμος δεν διακρίνει και δεδομένου ότι χρησιμοποιεί την έκφραση «όποιος», συνάγεται ότι ενεργητικό υποκείμενο του εγκλήματος του άρθρου 2 παρ. 1 του Ν. 2331/1995 μπορεί να είναι και οποιοσδήποτε, ακόμη και ο υπαίτιος ενός από τα βασικά εγκλήματα.
Ας σημειωθεί ότι οι πλείστοι τρόποι τέλεσης τους εγκλήματος νομιμοποίησης εσόδων, όπως είναι η κατοχή περιουσίας και η διακίνησή της στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, συνιστούν εγκλήματα διαρκή, των οποίων η τέλεση συνεχίζεται και ως εκ τούτου δεν τίθεται θέμα παραγραφής, πριν από τη λήξη της διάρκειάς τους.
Από τα παραπάνω επίσης φαίνονται να προκύπτουν ενδείξεις τέλεσης εγκλήματος νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική ενέργεια με πλείονες τρόπους (περιπτώσεις α, β, γ, δ, ε,) που περιγράφονται στα αντίστοιχα ως άνω εδάφια της διάταξης.
Ως εκ τούτου, συντρέχει λόγος και για τις αναφερόμενες στη δικογραφία συγκεκριμένες πράξεις να αποφασιστεί από τη Βουλή η συγκρότηση Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής κατά το άρθρο 86 παρ.3 του Συντάγματος, ώστε να διαπιστωθεί αν οι πράξεις νομιμοποίησης παράνομων εσόδων έχουν τελεστεί κατά την άσκηση καθηκόντων των συγκεκριμένων πολιτικών. Σε καταφατική περίπτωση θα πρέπει να αναγνωριστεί και για τις αναφερόμενες πράξεις νομιμοποίησης παράνομων εσόδων ότι η σχετική ευθύνη έχει αποσβεστεί κατ’ άρθρο 86 παρ. 3 του Συντάγματος. Σε διαφορετική, αρνητική, περίπτωση η δικογραφία θα πρέπει να επιστραφεί στη δικαιοσύνη, η οποία είναι αρμόδια να διερευνήσει εγκλήματα πολιτικών που δε