Το Long Covid χτύπησε 1,1 εκατομμύριο Έλληνες (και η πανδημία συνεχίζεται)
Το σύνδρομο που χαρακτηρίζεται ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τη δημόσια υγεία αφορά το 30% όσων νόσησαν από κορωνοϊό, ανεξαρτήτως αν χρειάστηκε να νοσηλευτούν ή όχι - Έχουν καταγραφεί πάνω από 200 συμπτώματα, ορισμένα από τα οποία πολύ σοβαρά, και συνδέονται με τους πνεύμονες, την καρδιά, το ήπαρ, τους ενδοκρινείς αδένες και το κεντρικό νευρικό σύστημα
Καθώς η χώρα μας συνεχίζει να δίνει μάχη -όπως και πολλές άλλες χώρες- για την αναχαίτιση του κορωνοϊού και την αντιμετώπιση της λοίμωξης COVID-19, ένας νέος υγειονομικός κίνδυνος απαιτεί άμεση διαχείριση.
Πρόκειται για το σύνδρομο Long COVID, μια αναδυόμενη από τον Μάιο του 2020 χρόνια πάθηση που αφορά έως και το 30% όσων νόσησαν από κορωνοϊό, ανεξαρτήτως αν χρειάστηκε να νοσηλευτούν ή όχι. Οι επιστημονικές και υγειονομικές αρχές καλούνται ήδη να απαντήσουν στη νέα μείζονα πρόκληση για το σύστημα υγείας και ασφάλισης, με τη λοίμωξη COVID-19 όχι μόνο να μην τίθεται υπό έλεγχο, αλλά και να τροφοδοτεί με αμείωτο ρυθμό τη δεξαμενή με περιστατικά Long COVID.
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), ποσοστό έως και 30% των ατόμων που θα νοσήσει από κορωνοϊό θα αναπτύξει συμπτώματα Long COVID. Στη Βρετανία ανακοινώθηκε ότι το εν λόγω σύνδρομο αφορά πλέον τουλάχιστον 2 εκατομμύρια πολίτες. Ο όρος περιλαμβάνει τα συμπτώματα και τις επιπλοκές (όψιμες ή μακροχρόνιες) που εμμένουν ή εμφανίζονται τέσσερις εβδομάδες μετά τη λοίμωξη με κορωνοϊό, ανεξαρτήτως ηλικίας, και διαρκούν για τρεις ή και περισσότερους μήνες. Σε ποσοστό 5%-10% τα συμπτώματα μπορεί να συνεχίζονται έως και ένα έτος μετά τη νόσηση.
Αξίζει να σημειωθεί ότι συνολικά έχουν καταγραφεί πάνω από 200 συμπτώματα, ορισμένα από τα οποία πολύ σοβαρά και συνδέονται με ζωτικές λειτουργίες (καρδιαγγειακές, αναπνευστικές, ενδοκρινικές, γνωσιακές) του οργανισμού, χωρίς να μπορούν να αποδοθούν σε άλλη πάθηση πλην της λοίμωξης COVID-19.
Αυτο το διάστημα που η επιδημία βρίσκεται σε συνεχή άνοδο στη χώρα μας εκτιμάται ότι έως και 200.000 άτομα έχουν ενεργή λοίμωξη covid-19. Oι ειδικοι εμφανίζονται ανακουφισμενοι που η άνοδος των κρουσμάτων έχει αποσυνδεθεί από τις εισαγωγές ασθενών στις ΜΕΘ, παρά ταύτα στο τραπέζι των μέτρων επανέρχεται και πάλι η υποχρεωτική χρήση της μάσκας σε κλειστούς χώρους για την αναχαιτιση του κορωνοϊού. Οι νοσηλευομενοι αγγίζουν τους 1.800, δημιουργώντας μικρές αρρυθμίες στα νοσοκομεία.
Στην Ελλάδα έχουν καταγραφεί πάνω από 3,7 εκατομμύρια λοιμώξεις, το οποίο σημαίνει ότι έως και 1,1 εκατομμύρια άτομα μπορεί να πάσχουν από το σύνδρομο Long COVID και να υποφέρουν από διάφορα συμπτώματα. Η διαδρομή που κάνουν οι ασθενείς με σύνδρομο Long COVID αναζητώντας ιατρική βοήθεια και λύση στο πρόβλημά τους είναι δύσβατη και με πολλές παρακάμψεις μέχρι την ολοκλήρωσή της, εάν ολοκληρωθεί. Το μαρτυρούν τα στοιχεία του υπουργείου Υγείας, σύμφωνα με τα οποία μόλις 24.500 ασθενείς έχουν λάβει ιατρική φροντίδα από το 2020.
Από την πλευρά του, το υπουργείο, σε συνεργασία με τους αρμόδιους φορείς, ακολουθώντας τις ευρωπαϊκές κατευθυντήριες οδηγίες δρομολογεί τη δημιουργία ενός ολοκληρωμένου πλαισίου δομών και συνολικής διαχείρισης των ασθενών μέσα από το σύστημα της ηλεκτρονικής συνταγογράφησης με τον κωδικό της διάγνωσης, τα πρωτόκολλα εξετάσεων και θεραπειών, την αποζημίωσή τους κ.ο.κ. ώστε να προκύψει ένας πλήρης χάρτης για την αντιμετώπιση και διαχείριση του συνδρόμου.
«Το σύνδρομο Long COVID χαρακτηρίζεται ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τη δημόσια υγεία. Σύμφωνα με μελέτες, το 30% των ασθενών που θα νοσήσουν από κορωνοϊό θα το αντιμετωπίσουν, δηλαδή σχεδόν 1 στους 5 θα παρουσιάσει κάποιες υπολειμματικές βλάβες σε ζωτικά όργανα όπως οι πνεύμονες, η καρδιά, το ήπαρ, οι ενδοκρινείς αδένες, το κεντρικό νευρικό σύστημα», ανέφερε η καθηγήτρια Εντατικής Θεραπείας της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ) και διευθύντρια Α’ Κλινικής Εντατικής Θεραπείας (ΚΕΘ) του νοσοκομείου «Ευαγγελισμός», Αναστασία Κοτανίδου, παρουσιάζοντας την περασμένη εβδομάδα το πρότυπο διεπιστημονικό Κέντρο Αναφοράς ασθενών με Long COVID της Α’ ΚΕΘ.
Το Κέντρο λειτουργεί από την αρχή της πανδημίας και με τη σταδιακή στελέχωσή του με 26 επαγγελματίες υγείας από όλες τις απαραίτητες ιατρικές ειδικότητες προσφέρει ολοκληρωμένη φροντίδα στους ασθενείς με το εν λόγω σύνδρομο.
Οπως υπογράμμισε η κυρία Κοτανίδου, το σύνδρομο Long COVID ως μια καινούρια οντότητα απαιτεί ολιστική διεπιστημονική προσέγγιση, με εκπαίδευση του ιατρικού και παραϊατρικού προσωπικού. Είναι ενδεικτικό ότι στο Κέντρο απασχολούνται, εκτός από τις βασικές ιατρικές ειδικότητες, νευρολόγοι, ψυχίατροι, ΩΡΛ, δερματολόγοι, νευροψυχολόγοι, εργοφυσιολόγοι και φυσιοθεραπευτές.
Ηδη περισσότεροι από 200 ασθενείς είναι σε αναμονή για αξιολόγηση στο Κέντρο Αναφοράς του «Ευαγγελισμού». «Το σύνδρομο Long COVID είναι μια επείγουσα κατάσταση δημόσιας υγείας αφού οι πνευμονολογικές, καρδιολογικές, νευρολογικές εκφάνσεις των ασθενών έρχονται να προστεθούν στους χρόνιους ασθενείς που ήδη απασχολούν το σύστημα υγείας», λέει στο «ΘΕΜΑ» η επίκουρη καθηγήτρια Παθολογίας - Λοιμωξιολογίας της Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ, γιατρός της Γ’ Παθολογικής Κλινικής και επιστημονικά υπεύθυνη του Ιατρείου Post-COVID του νοσοκομείου «Σωτηρία», Γαρυφαλλιά Πουλάκου.
Ιδιαίτερη αναφορά κάνει η ειδικός στον αυξημένο κίνδυνο που διατρέχουν οι ασθενείς με λοίμωξη COVID-19 να εμφανίσουν καρδιαγγειακή νόσο: «Επείγει να καταρτιστούν πρωτόκολλα για τους ασθενείς, τα οποία να ακολουθούνται μετά τον πρώτο χρόνο από τη νόσηση. Είναι σημαντικό να ελεγχθεί ο πληθυσμός αυτών που μολύνθηκαν ώστε να μην αυξηθούν δραματικά οι ασθενείς με καρδιαγγειακή νόσο».
«Γνωρίζουμε ότι μπορούν να προκληθούν, μεταξύ άλλων, περικαρδίτιδα και μυοκαρδίτιδα, οι οποίες μερικές φορές δεν διαγιγνώσκονται στα αρχικά στάδια. Η διάγνωση και θεραπευτική αντιμετώπιση αυτών κρίνεται απαραίτητη, για να μην παραμείνει βλάβη στο μυοκάρδιο καθώς η προσβολή της καρδιάς σχετίζεται με χειρότερη πρόγνωση», τονίζει ο επιμελητής Α’ της Β’ Καρδιολογικής Κλινικής, υπεύθυνος Καρδιολογικού Ιατρείου Λιπιδίων του νοσοκομείου «Ευαγγελισμός», Παντελής Γουνόπουλος.
Στο πλαίσιο του ιατρείου, οι ασθενείς υποβάλλονται σε βασικό καρδιολογικό έλεγχο με κλινική εξέταση, ηλεκτροκαρδιογράφημα, υπερηχογράφημα καρδιάς και ακολουθεί λεπτομερής έλεγχος του καρδιαγγειακού σκέλους του αυτόνομου νευρικού συστήματος.
Το ιατρείο Long COVID του «Σωτηρία» κατά το πρώτο έτος λειτουργίας του, από τον Μάιο του 2020 έως τον Μάιο του 2021, δέχτηκε τουλάχιστον 400 ασθενείς καταγράφοντας διπλάσιο αριθμό επισκέψεων. «Είναι σαφές ότι οι εκατοντάδες ασθενείς που έχουμε δει είναι ένα πολύ μικρό δείγμα των ασθενών με αυτό το σύνδρομο καθώς η δυναμική του είναι πολύ μεγαλύτερη», λέει η κυρία Πουλάκου.
Όπως διευκρινίζει η καθηγήτρια, τον πρώτο χρόνο απευθύνονταν στο ιατρείο μόνο ασθενείς που είχαν νοσηλευτεί λόγω της λοίμωξης COVID-19, ωστόσο από τον Μάιο του 2021 σημαντικό ποσοστό των ασθενών με εμμένοντα συμπτώματα Long COVID δεν έχουν ιστορικό νοσηλείας παρά μόνο ήπιας νόσησης κατ’ οίκον.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η ζήτηση ιατρικής διάγνωσης και βοήθειας είναι διαρκώς αυξανόμενη. Επισημαίνει, μάλιστα, το θολό τοπίο στο οποίο βρίσκονται και κινούνται οι ασθενείς με Long COVID: «Η διαχείριση όλων αυτών των συμπτωμάτων που βιώνουν είναι πολλές φορές πολύ δύσκολη, γιατί κινούνται σε μια θολή, γκρίζα ζώνη με συμπτώματα ποικίλα που προκαλούν σύγχυση στους ίδιους και τους γιατρούς. Όσοι, δε, δεν έχουν νοσηλευτεί, ταλαιπωρούνται συχνά περισσότερο μέχρι να βρουν την άκρη στα εμμένοντα συμπτώματα. Για πολλούς από αυτούς η διάγνωση και το πρωτόκολλο των εξετάσεων και της παρακολούθησης έρχονται ως μία λύτρωση, μας λένε ότι ξέρουν επιτέλους από τι πάσχουν».
Αν αναλογιστεί κανείς ότι η λοίμωξη COVID-19 απασχολεί την παγκόσμια ιατρική κοινότητα μόλις 27 μήνες και τα επιστημονικά ερωτήματα σχετικά με τους παθογενετικούς μηχανισμούς και τις αποτελεσματικές θεραπείες αναζητούν ακόμη απαντήσεις, γίνεται προφανές ότι τα ερωτήματα αυτά πολλαπλασιάζονται σε ό,τι αφορά το Long COVID. Κάθε επιδημικό κύμα επιφυλάσσει και μία έκπληξη για τους επιστήμονες.
Είναι ενδεικτικό ότι το τρέχον κύμα, που έχουν σηκώσει οι υποπαραλλαγές ΒΑ.4 και ΒΑ.5 της μετάλλαξης Omicron, όπως και το προηγούμενο στην αρχή του έτους, με τις υποπαραλλαγές ΒΑ.2 και ΒΑ.3, φαίνεται να σχετίζεται με μειωμένο κίνδυνο για εμφάνιση του συνδρόμου Long COVID σε όσους μολύνθηκαν σε σύγκριση με τα περιστατικά που άφησαν πίσω τους τα κύματα της μετάλλαξης Delta. Επειδή όμως η μόλυνση με Omicron αφορά μεγάλο πληθυσμό ατόμων, οι τελικοί αριθμοί όσων θα εμφανίσουν το σύνδρομο Long COVID αναμένεται να είναι αυξημένοι συνολικά. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τα 3,7 εκατομμύρια μολύνσεις στη χώρα μας, τα 2,5 εκατομμύρια σχετίζονται με τη μετάλλαξη Omicron και έχουν καταγραφεί τους τελευταίους έξι μήνες.
Επίσης, στην παρούσα φάση οι ειδικοί επικεντρώνονται στις επαναλοιμώξεις. «Τίθεται προφανώς το ερώτημα για τον κίνδυνο που αναπτύσσεται στην περίπτωση των επαναλοιμώξεων. Ουδείς μπορεί να προβλέψει ακόμη την επίπτωση της επαναλαμβανόμενης λοίμωξης COVID-19 στον οργανισμό. Προς το παρόν έχουμε δει ότι είναι μειωμένος ο κίνδυνος επαναλοίμωξης για όσους έχουν λάβει αντι-ιική θεραπεία μέσα στις πρώτες 3 έως 5 ημέρες από τη μόλυνση με κορωνοϊό», σημειώνει η κυρία Πουλάκου.
Τα συμπτώματα του συνδρόμου
Καινούρια ή εμμένοντα συμπτώματα (πάνω από 200) μπορεί να εμφανιστούν σε ασθενείς με COVID-19, ανεξάρτητα από τη βαρύτητα της αρχικής λοίμωξης. Εκτός από τα συμπτώματα από το αναπνευστικό σύστημα που ήταν και το πρώτο που έπληττε ο κορωνοϊός, οι ασθενείς μπορεί να εμφανίσουν κόπωση, διαταραχές ύπνου, άγχος, κατάθλιψη, ταχυκαρδίες, ορθοστατική πίεση, μυοκαρδίτιδα, περικαρδίτιδα, νευρολογικά συμπτώματα (δυσαυτονομία, γνωστικά ελλείμματα κ.λπ.), σπανιότερα πνευμονική εμβολή. Τα συμπτώματα αυτά μπορεί να είναι υποτροπιάζοντα και να πυροδοτούνται μετά από στρες, αφυδάτωση, σωματική κόπωση.
Για την επιστημονική κοινότητα το σύνδρομο Long COVID είναι πρωτόγνωρο, καθώς το εύρος και η ένταση των συμπτωμάτων μετά τη λοίμωξη δεν εντοπίζονται σε άλλη περίπτωση. Για παράδειγμα, μετά τη νόσηση από γρίπη ή πνευμονία καταγράφεται κυρίως κόπωση ή στις λοιμώξεις που προκαλούν οι ερπητοϊοί το σύνδρομο της μακράς κόπωσης. Ουδέποτε όμως έχει καταγραφεί σε τέτοια έκταση η μεταλοιμώδης προσβολή πολλών συστημάτων του οργανισμού.
Αποκαλυπτικά είναι τα στοιχεία της πρώτης ελληνικής μελέτης (εκπονήθηκε από ομάδα Ελλήνων επιστημόνων, μεταξύ των οποίων η αναπληρώτρια καθηγήτρια Πνευμονολογίας του ΕΚΠΑ, Παρασκευή Κατσαούνου, η βιοχημικός - βιοτεχνολόγος, ερευνήτρια του ΕΚΠΑ, Μάρθα-Σπυριδούλα Κατσαρού και η παιδίατρος, πρόεδρος Long COVID Greece, Ελένη Ιασωνίδου), η οποία καταγράφει δεδομένα και από ασθενείς που δεν νοσηλεύτηκαν κατά τη φάση της λοίμωξης από κορωνοϊό. Σύμφωνα με αυτά, το 68,5% των ασθενών που δεν νοσηλεύτηκαν κατά την οξεία φάση υποφέρει από κόπωση, το 16,8% από δύσπνοια, το 28,7% από δυσκολία συγκέντρωσης και το 28% από ταχυκαρδία.
To δίκτυο δομών του Long COVID
Στη χώρα μας έχουν αναπτυχθεί σταδιακά από την αρχή της πανδημίας 132 ιατρεία Long COVID: τα 82 σε νοσοκομεία και τα 50 σε Κέντρα Υγείας και στις 7 Υγειονομικές Περιφέρειες. Κομβική είναι η συνεργασία τους με τα Κέντρα Αναφοράς όπως αυτό του «Ευαγγελισμού».
«Καταγράφουμε, ερευνούμε, διαγιγνώσκουμε και αντιμετωπίζουμε ολιστικά τους ασθενείς με Long COVID ενώ παράλληλα προσπαθούμε να ευαισθητοποιήσουμε το κοινό και την Πολιτεία ώστε να συνεχίσουμε και να διευρύνουμε το έργο μας. H δημιουργία Kέντρων Αναφοράς που θα κατευθύνουν, θα θεραπεύσουν και θα παρακολουθήσουν μακροπρόθεσμα αυτούς τους πάσχοντες είναι επιστημονικά, επιδημιολογικά, οικονομικά και κυρίως ανθρώπινα η μοναδική ορθή βάση για τους ερευνητές και τους κλινικούς γιατρούς ώστε να λύσουν τον γρίφο του Long COVID», λέει η αναπληρώτρια καθηγήτρια Πνευμονολογίας της Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ, υπεύθυνη για τις λοιμώξεις ως μέλος του Δ.Σ. της Ελληνικής Πνευμονικής Εταιρείας, Παρασκευή Κατσαούνου.
«Αυτή η συντονισμένη διαχείριση πρέπει να γίνει από τα Κέντρα Αναφοράς των μεγάλων νοσοκομείων, ώστε να χαραχθεί η στρατηγική και για τις άλλες δομές του συστήματος υγείας, ιδίως στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα», συμπληρώνει η κυρία Πουλάκου. Η ίδια δηλώνει αισιόδοξη για το αποτύπωμα όλης αυτής της περιόδου και της διεπιστημονικής συνεργασίας στο σύνδρομο Long COVID: «Εχουμε πια τεράστιες ερευνητικές δυνατότητες, όπως και μαζικότητα ασθενών. Θεωρώ ότι μέσα στα επόμενα δύο χρόνια, ίσως και νωρίτερα, θα έχουμε ξεκλειδώσει τον μηχανισμό που ενεργοποιεί το σύνδρομο σε κάθε οργανισμό και θα μπορούμε να ξέρουμε πώς θα παρέμβουμε χάρη και στην εξατομικευμένη ιατρική».