Συντριβή Φάντομ: Τρίτη μέρα ερευνών για τον 31χρονο κυβερνήτη
Οι εκτιμήσεις και τα πιθανά αίτια
Για τρίτη ημέρα συνεχίζονται οι έρευνες για τον εντοπισμό του 31χρονου σμηναγού Στάθη Τσιτλακίδη, κυβερνήτη του F-4 Phantom της Πολεμικής Αεροπορίας που συνετρίβη το πρωί της Δευτέρας (30/1) ενώ εκτελούσε εκπαιδευτική πτήση πάνω από την Ανδραβίδα και κόστισε τη ζωή στον 29χρονο συγκυβερνήτη του, υποσμηναγό Μάριο - Μιχαήλ Τουρούτσικα.
Από την ηγεσία του ΓΕΕΘΑ τονίζεται ότι οι έρευνες θα συνεχιστούν και τις επόμενες ημέρες και για τουλάχιστον άλλες 48 ώρες, όπως ορίζουν τα σχετικά πρωτόκολλα.
Στην περιοχή επιχειρούν δύο δύτες της Κινητής Ομάδας Συντήρησης Υποβρυχίων και Θαλάσσιων Εγκαταστάσεων (ΚΟΣΥΦΕ) της 206 Πτέρυγας Αεροπορικών Υποδομών και τρεις δύτες της 31 Μοίρας Επιχειρήσεων Έρευνας και Διάσωσης.
Οι δύτες επιχειρούν σε ναυαγοσωστικό μέσο του Λιμενικού Σώματος, με την αρωγή υποβρυχίου ρομπότ που έχει τη δυνατότητα να φτάνει σε βάθος έως 100 μέτρων. Επιπλέον, πέραν του ελικοπτέρου S-70 του Πολεμικού Ναυτικού, και Super Puma που επιχειρούν και τις βραδινές ώρες, από τις πρώτες πρωινές ώρες προστέθηκε στις έρευνες και ένα ελικόπτερο Agusta Bell.
Για τραγικό αεροπορικό δυστύχημα θα καταθέσουν στην Επιτροπή Διερεύνησης οι πιλότοι του προπορευόμενου Φάντομ. Πληροφορίες αναφέρουν ότι τα σενάρια που εξετάζονται είναι ανοιχτά και περιλαμβάνουν το ενδεχόμενο μηχανικής βλάβης ή λάθος χειρισμού.
Οι εκτιμήσεις για τα πιθανά αίτια
Στις συνθήκες της μοιραίας πτήσης και τα χαρακτηριστικά των χαμηλών εκπαιδευτικών πτήσεων αναφέρθηκε ο αντιπτέραρχος Ιωάννης Αναστασάκης, μιλώντας στην ΕΡΤ.
«Γι’ αυτές τις πτήσεις εκπαιδεύεσαι όπως θα πολεμήσεις. Τόσο επικίνδυνες είναι. Δεν σημαίνει, βέβαια, ότι πάντα συμβαίνει ένα ατύχημα, πλην όμως αυτό που προσπαθούμε να καταλάβουμε είναι τι το ιδιαίτερο συνέβη» δήλωσε.
Ο ίδιος διευκρίνισε ότι αυτές οι πτήσεις γίνονται σε χαμηλό ύψος και αυτό είναι επικίνδυνο «διότι δεν έχεις χρόνο αντίδρασης αν κάτι πάει στραβά, είτε από χειρισμό είτε από βλάβη του αεροσκάφους, είτε από τις καιρικές συνθήκες, είτε από ένα πουλί που θα χτυπήσει την καλύπτρα σε κάποιο σημείο του στις πτέρυγες του αεροπλάνου».
«Τα 300 πόδια είναι περίπου 100 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας» ανέφερε.
«Ο χρόνος αντίδρασης είναι πάρα πολύ περιορισμένος όταν συμβαίνει κάτι ξαφνικό» σημείωσε ο κ. Αναστασάκης, προσθέτοντας πως την ώρα της συντριβής του μαχητικού αεροσκάφους «είχε αχλή και η θάλασσα γυάλιζε». Σύμφωνα με τον αντιπτέραρχο, ο πιλότος, κάτω υπ΄θαυτές τις συνθήκες, μπορεί να μπερδέψει τον ορίζοντα, τον ουρανό και τη γη και να αποπροσανατολιστεί.
«Όταν πετάς πολύ χαμηλά και κάνεις τακτικές στροφές με αρκετά G είναι δύσκολο και σαν χειρισμός και αν εκεί σου συμβεί μία βλάβη που σε ένα μεγαλύτερο ύψος θα την αντιμετώπιζες, σε ένα χαμηλό ύψος, τα πράγματα είναι πάρα πολύ πιο δύσκολα», συμπλήρωσε.
Μιλώντας στον Ant1 o Θανάσης Παπανικολάου, αντιπτέραρχος ε.α. ανέφερε πως «οι δύο πιλότοι στο πλαίσιο άσκησης που έκαναν πετούσαν σε χαμηλό ύψος και με μεγάλη ταχύτητα, κάτι που είναι εξαιρετικά επικίνδυνο σε τόσο μεγάλες ταχύτητες», ενώ – όπως παρατήρησε – «είναι πολύ δύσκολο να αντιδράσεις αν συμβεί κάτι».
Ο κ. Παπανικολάου εξέφρασε την προσωπική του εκτίμηση «πως ο λόγος της πτώσης του αεροσκάφους ήταν η εσφαλμένη εκτίμηση και όχι κάποια βλάβη, καθώς αν συνέβαινε κάποια βλάβη θα είχαν με κάποιο τρόπο αντιδράσει», ενώ πιθανό – όπως έσπευσε να προσθέσει – είναι «να συνετέλεσαν αρνητικά και οι καιρικές συνθήκες».
Το χρονικό της συντριβής
Τα δυο F-4 Phantom απογειώθηκαν στις 10:15 το πρωί της Δευτέρας (30/1), για την εκπαίδευση των ιπταμένων στη ναυτιλία σε χαμηλό ύψος μέχρι τα 300 πόδια, δηλαδή περίπου 100 μέτρα πάνω από ξηρά και θάλασσα. Σημειώνεται ότι τα F-4 Phantom ανήκουν στην 2η γενιά αεροσκαφών της Πολεμικής Αεροπορίας, επιχειρούν από την 117 πτέρυγα μάχης και ανήκουν στην 338 μοίρα «Άρης». Παρά τα χρόνια τους από το 1974, παραμένουν σε επιχειρησιακή κατάσταση και μετέχουν σε όλες τις ασκήσεις, εθνικές και συμμαχικές.
Το μοιραίο F-4 Phantom κατέπεσε στις 10:30 από χαμηλό ύψος στη θαλάσσια περιοχή του Κατάκολου, οκτώ ναυτικά μίλια από την ακτή του κόλπου και 25 από την αεροπορική βάση της Ανδραβίδας. Αμέσως σήμανε συναγερμός στην Πολεμική Αεροπορία, το Λιμενικό και όλες τις αρμόδιες Αρχές, ώστε να εντοπιστούν οι χειριστές του F-4 Phantom και το μαχητικό.
Στην περιοχή έσπευσαν δύο ελικόπτερα ΑΒ-205 της Πολεμικής Αεροπορίας, 1 ελικόπτερο S-70 του Πολεμικού Ναυτικού, καθώς και πλωτά μέσα του Λιμενικού Σώματος, ενώ σε μέγιστη ετοιμότητα ήταν και ένα C-130.
Αν και αρχικά υπήρξαν πληροφορίες πως ο σμηναγός και ο υποσμηναγός έχουν χρησιμοποιήσει το εκτινασσόμενο κάθισμα εγκαταλείποντας το μαχητικό, τελικά έγινε γνωστό πως οι δύο Ίκαροι δεν πρόλαβαν να κάνουν χρήση του συστήματος ασφαλείας.
Πληροφορίες αναφέρουν επίσης πως οι δύο χειριστές είχαν ενημερώσει νωρίτερα για βλάβη στο μαχητικό τους, λαμβάνοντας εντολή για άμεση εγκατάλειψη του αεροσκάφους. Ωστόσο, αυτά τα κρίσιμα δευτερόλεπτα κανείς δεν γνωρίζει τι συνέβη και οι δύο πιλότοι μας δεν κατάφεραν να εγκαταλείψουν. Λίγο μετά τις 12:30 το μεσημέρι, εντοπίστηκαν τα πρώτα συντρίμμια του μαχητικού.