Στα ύψη η αναλογία καθηγητών – φοιτητών σε ΑΕΙ και ΤΕΙ

9:33 π.μ. - Κυριακή, 4 Φεβρουαρίου 2018
09:02 π.μ. - Κυρ, 04/33/2018
Image: Στα ύψη η αναλογία καθηγητών – φοιτητών σε ΑΕΙ και ΤΕΙ

Το υπουργείο ανακοίνωσε αύξηση κατά 4.000 των εισακτέων στις Πανελλαδικές, τη στιγμή που η Ελλάδα έχει τη χειρότερη θέση στην ΕΕ στη σχέση διδασκόντων - διδασκομένων

Η ανακοίνωση του αριθμού των εφετινών εισακτέων στα πανεπιστήμια και στα ΤΕΙ σε κάποιους μοίρασε χαμόγελα και σε άλλους ειρωνικές γκριμάτσες. Το αβίαστο σχόλιο «μύρισαν εκλογές» δεν διασκέδασε καθόλου τους πρυτάνεις των ΑΕΙ, αφού οι περισσότεροι ζήτησαν εφέτος μείωση εισακτέων και πήραν 4.000 περισσότερους πρωτοετείς φοιτητές από πέρυσι. Αριθμός που αναμένεται στα κεντρικά Ιδρύματα να υπερδιπλασιαστεί λόγω των μετεγγραφών φοιτητών με αδέλφια που σπουδάζουν.
 
Το ερώτημα είναι ένα: μπορούν τα πανεπιστήμια της χώρας να προσφέρουν υψηλής ποιότητας εκπαίδευση σε αμφιθέατρα που είναι σχεδιασμένα για να δέχονται π.χ. 200 φοιτητές και παίρνουν τους τριπλάσιους; Η απάντηση του υπουργού Παιδείας «εφέτος σας δώσαμε επιπλέον κονδύλια» δεν φαίνεται να πείθει τις διοικήσεις των επί σειρά ετών υποχρηματοδοτούμενων πανεπιστημίων, που συνεχίζουν να λειτουργούν χωρίς υποδομές και διδάσκοντες.
Αδιαχώρητο στα αμφιθέατρα
 
Η Ελλάδα έχει σήμερα σε πανευρωπαϊκό επίπεδο τη χειρότερη αναλογία φοιτητών προς καθηγητές μετά την Κροατία, όπου στα πανεπιστήμιά της ένας καθηγητής αντιστοιχεί σε 75 φοιτητές! Στη χώρα μας ένας καθηγητής πανεπιστημίου αντιστοιχεί σε 44 φοιτητές, με τον μέσο όρο των χωρών της ΕΕ, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, να είναι ένας καθηγητής ανά 15 φοιτητές. Η αναλογία αυτή δεν αλλάζει σε προεκλογικές περιόδους ή στα πολιτικά προγράμματα, καθώς όλοι αντιλαμβάνονται ότι το αντίθετο θα έβλαπτε τη χώρα και τη νέα γενιά της.
 
Στο Λίχτενσταϊν μάλιστα, σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, αναλογεί 1 καθηγητής σε 8 φοιτητές και στη Μάλτα 1 καθηγητής σε 9 φοιτητές.
 
«Ο υπουργός Παιδείας διακατέχεται από μια μεταρρυθμιστική μανία χωρίς ουσία και ακαδημαϊκή προοπτική» λέει χαρακτηριστικά στο «Βήμα» ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Κρήτης κ. Οδυσσέας Ζώρας. «Οι Αμερικανοί στα πανεπιστήμιά τους μειώνουν τις θέσεις των ειδικευομένων στην πνευμονολογία γιατί έχουν έρευνες που αποδεικνύουν ότι λόγω της διακοπής του καπνίσματος θα μειωθούν οι παθήσεις του πνεύμονα και εμείς κάνουμε την πολιτική των επόμενων 5 λεπτών» προσθέτει δηκτικά. «Είμαστε ανίκανοι να δούμε το μέλλον και να χαράξουμε μια εθνική στρατηγική για την παιδεία με προοπτική» αναφέρει. Και αναρωτιέται: «Πώς θα πρέπει ένας πρύτανης να λειτουργήσει το Ιδρυμά του όταν αναγκάζεται να βάλει 300 φοιτητές σε αμφιθέατρα που προορίζονται για 200 και πώς να προστατεύσει έτσι τη σωματική τους ακεραιότητα;».
 
Ο κ. Ζώρας έχει προσφύγει από την περσινή χρονιά στο Συμβούλιο της Επικρατείας, υπερασπιζόμενος τον αυτοδιοίκητο χαρακτήρα των πανεπιστημίων και την αυτονόητη ανάγκη τους να ορίζουν τον αριθμό των φοιτητών που μπορούν να μορφώσουν. Η προσφυγή του, μάλιστα, αναμένεται να συζητηθεί τον Σεπτέμβριο στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο.
Απαντήσεις ενώπιον του Κοινοβουλίου
 
Το θέμα φέρνει στη Βουλή ο βουλευτής του Ποταμιού Γ. Μαυρωτάς. «Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η εξέλιξη του αριθμού των πρωτοετών φοιτητών που εισάγονται κάθε χρόνο στα πανεπιστημιακά ιδρύματα, για τους οποίους υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία μόνο για την περίοδο 2002-2015» αναφέρει στην ερώτησή του, καυτηριάζοντας την πολιτική που ασκείται από την πλευρά της ελληνικής πολιτείας, η οποία απλά δεν στέλνει στοιχεία τα τελευταία χρόνια για τα ζητήματα αυτά στον ΟΟΣΑ (Οργανισμός Οικονομικής Συγκρότησης και Ανάπτυξης).
 
Οπως λέει ο κ. Μαυρωτάς μιλώντας στο «Βήμα»: «Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, ο αριθμός των εισακτέων σε κάθε σχολή πρέπει να καθορίζεται μέσα από συμφωνίες προγραμματικού σχεδιασμού των Ιδρυμάτων στο πλαίσιο της εθνικής στρατηγικής για την ανώτατη εκπαίδευση. Αναρωτιέμαι όμως γιατί ο αριθμός των εισακτέων εξακολουθεί να παραμένει, ανεξάρτητα και άκριτα, βούληση του υπουργείου Παιδείας. Να προσθέσω εδώ τη δραματική αύξηση του αριθμού των εισακτέων που αποφασίστηκε για το ακαδημαϊκό έτος 2018-2019 σε σχέση με πέρυσι, η οποία ανέρχεται στο πενταπλάσιο της αύξησης εισακτέων σε σχέση με αυτή μεταξύ των ετών 2016-2017 και 2017-2018».
 
Οι αιτιάσεις του υπουργείου, ότι η αύξηση της χρηματοδότησης στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση θα ενισχύσει τις δυνατότητες των Ιδρυμάτων να δεχτούν νέους φοιτητές, αντικρούονται από τα ίδια τα ΑΕΙ που έχουν δηλώσει ότι το θέμα δεν είναι μόνο οικονομικό, αλλά και χωροταξικό και υποδομών, όπως υποστηρίζει ο κ. Μαυρωτάς.
Και ρωτάει ανοικτά και ενώπιον του Κοινοβουλίου τον υπουργό Παιδείας Κώστα Γαβρόγλου με ποια κριτήρια λαμβάνεται η απόφαση κάθε έτος για τον καθορισμό του αριθμού των εισακτέων και πώς δικαιολογείται τμήματα με αντίστοιχα αντικείμενα, ενώ παρουσιάζουν μεγάλες αποκλίσεις στον αριθμό των μελών ΔΕΠ, να εμφανίζουν μη ανάλογο αριθμό εισακτέων. «Εχει προβλεφθεί ο υψηλότερος φόρτος που θα κληθούν να επωμιστούν οι σχολές Αθήνας και Θεσσαλονίκης μετά και την περαίωση των μετεγγραφών;» αναρωτιέται τέλος ο κ. Μαυρωτάς.
 
Η χώρα που... εξάγει πτυχιούχους
 
Η αλήθεια είναι ότι οι διαμαρτυρίες πανεπιστημιακών και μερίδας πολιτικών δεν είναι αβάσιμες. Η Ελλάδα είναι μια χώρα που εξάγει γιατρούς και μορφώνει ανέργους. Για λόγους που δεν ταιριάζουν με τη λογική, στη χώρα μας δεν υπήρξε τα τελευταία 30 χρόνια μια στρατηγική για την ανώτατη εκπαίδευση με πολιτική συνέχεια, με συνέπειες που πληρώνουν καθημερινά οι νέοι επιστήμονές της.
 
Απολαμβάνει υψηλού επιπέδου επιστήμονες, που όμως δεν τους χρησιμοποιεί σχεδόν καθόλου, εκτός από το να τους καταγράφει σε έρευνες... Με τους ανέργους πτυχιούχους της χώρας στο 36% και την υπόλοιπη υφήλιο να συζητεί για αναδιάρθρωση των εκπαιδευτικών της συστημάτων εν όψει 4ης βιομηχανικής επανάστασης. 
 
«Η ελληνική οικονομία δεν είναι σε θέση να απορροφήσει τόσο μεγάλο αριθμό πτυχιούχων» λέει η καθηγήτρια του Πολυτεχνείου Κρήτης κυρία Δάφνη Μανουσάκη. «Σύμφωνα με την έκθεση του ΙΟΒΕ, η χώρα μας παραμένει τελευταία μεταξύ των 28 χωρών της ΕΕ σε απασχόληση πτυχιούχων. Μάλιστα, μεταξύ των ανέργων, κατά την περίοδο της κρίσης στην ελληνική οικονομία, τη μεγαλύτερη αύξηση (ως ποσοστό επί του συνόλου των ανέργων) σημείωσαν οι απόφοιτοι της τριτοβάθμιας. Αυτό υποδεικνύει ότι, ενώ οι νέοι στρέφονται σε σπουδές τριτοβάθμιας, υπάρχει αναντιστοιχία με το παραγωγικό μοντέλο της χώρας, και αυτοί δεν απορροφώνται από την αγορά εργασίας».
Αναφερόμενη δε στη δημιουργία πανεπιστημίου (Δυτικής Αττικής), από τη συγχώνευση δύο ΤΕΙ (Αθήνας και Πειραιά), αναρωτιέται: «Ποιες ανάγκες της οικονομίας εξυπηρετεί λοιπόν η συγχώνευση δύο ΤΕΙ και η ταυτόχρονη ίδρυση ενός νέου πανεπιστημίου; Εχει γίνει καταγραφή των γνώσεων και δεξιοτήτων που απαιτεί η ελληνική οικονομία; Υπηρετεί η τριτοβάθμια εκπαίδευση τέτοιες ανάγκες και ποιες είναι αυτές;».
 
«Η ελληνική οικονομία, που είναι μέρος της παγκοσμιοποιημένης πλέον οικονομίας, είναι υποχρεωμένη να ανταποκριθεί στις μεγάλες αλλαγές και προκλήσεις που σημειώνονται διεθνώς. Αντί να κοιτάξουμε την ουσία, αντί να καταγράψουμε και να προσφέρουμε τα κατάλληλα εφόδια στους νέους της χώρας που θα τους επιτρέψουν να εργαστούν και να ζήσουν με αξιοπρέπεια, παραμένουμε δέσμιοι μιας νοοτροπίας που προτιμά να μοιράζει τίτλους σπουδών και πιστοποιητικά» καταλήγει η κυρία Μανουσάκη.
 

tovima.gr