Οι κρατικές υπηρεσίες, δέχονται ετησίως πάνω από 300 αιτήσεις για υιοθεσία, αλλά, σύμφωνα με τη Σοφία Κωνσταντέλλια, πρόεδρο του Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφέρειας Αττικής, οι κρατικές υιοθεσίες δεν ξεπερνούν τις 75 το χρόνο.
«Για πρώτη φορά στην Ελλάδα θα γνωρίζει το κράτος, πόσα παιδιά υπάρχουν σε όλη τη χώρα για αναδοχή και υιοθεσία. Η καταγραφή των παιδιών και η αποΐδρυματοποίηση αποτελεί κύριο μέλημά μας, όλα τα παιδιά να βρουν μια ζεστή αγκαλιά», αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η υπουργός Εργασίας Θεανώ Φωτίου, με την ευκαιρία της έναρξης της εφαρμογής του νέου νόμου για την αναδοχή και την υιοθεσία.
Σήμερα, μάλιστα, αναμένεται να ξεκινήσει η εκπαίδευση της πρώτης ομάδας, 120 ατόμων, τα οποία θα χειριστούν τις αιτήσεις των υποψηφίων γονιών. Μετά από ένα μήνα θα εκπαιδευτούν οι χειριστές των φακέλων των ανηλίκων σε δημόσια και ιδιωτικά ιδρύματα, δήλωσε η κ. Φωτίου.
Οι κρατικές υπηρεσίες, δέχονται ετησίως πάνω από 300 αιτήσεις για υιοθεσία, αλλά, σύμφωνα με τη Σοφία Κωνσταντέλλια, πρόεδρο του Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφέρειας Αττικής, οι κρατικές υιοθεσίες δεν ξεπερνούν τις 75 το χρόνο. Την ίδια στιγμή, περίπου 2.500 παιδιά φιλοξενούνται σε ιδρύματα σε όλη την Ελλάδα.
Το 2017 προχώρησαν συνολικά 360 υιοθεσίες στην Ελλάδα, στη συντριπτική τους πλειοψηφία με ιδιωτικές συμβάσεις, ενώ οι 60 έγιναν μέσω του κρατικού φορέα, του Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας Αττικής, και λίγες αποτελούν υιοθεσίες από άλλες χώρες (διακρατικές). Οι αναδοχές ήταν 225, εκ των οποίων οι 35 νέες μέσα στο έτος, οι υπόλοιπες συνεχίζονται από τα προηγούμενα χρόνια.
Μέχρι τώρα, ο χρόνος αναμονής για τους υποψήφιους γονείς μπορεί να έφτανε τα έξι χρόνια, γεγονός που, είτε αποθάρρυνε πολλά ζευγάρια, είτε κατέφευγαν σε παράνομες μεθόδους απόκτησης ενός παιδιού.
Στο εξής, με το νέο νόμο για την αναδοχή και την υιοθεσία, θα απαιτούνται οκτώ ως δώδεκα μήνες για την ολοκλήρωση της διαδικασίας, σύμφωνα με την κ. Φωτίου.
Οι υποψήφιοι γονείς ως τώρα υπέβαλαν το αίτημα, κατά κύριο λόγο στην Αθήνα, ανεξάρτητα με τον τόπο διαμονής τους, αναφέρει η κ. Κωνσταντέλλια. Με το νέο νόμο αρμόδια θα είναι όλα τα Κέντρα Κοινωνικής Πρόνοιας και όλες οι Περιφέρειες, δηλαδή οι γονείς θα μπορεί να κάνουν την αίτηση στην Καλαμάτα, στην Καβάλα ή σε όποια πόλη είναι κοντά ο τόπος διαμονής τους.
Ένας από τους κύριους λόγους για τις χρονοβόρες αναμονές, εξηγεί η κ. Φωτίου στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ήταν η έλλειψη κοινωνικών λειτουργών, οι οποίοι πολλές φορές, είτε δεν επαρκούσαν, λόγω του μεγάλου αριθμού αιτήσεων, είτε δεν υπήρχαν σε αρκετές πόλεις. Τώρα αυτό θα αντιμετωπιστεί, καθότι, για παράδειγμα, κάνει κάποιος αίτηση από την Ξάνθη, και αν δεν υπάρχει εκεί κοινωνικός λειτουργός για να έρθει σε επαφή με τους γονείς, ο Σύλλογος Κοινωνικών Λειτουργών Ελλάδας (ΣΚΛΕ) θα ορίζει έναν και η διαδικασία θα προχωράει. Επίσης, με το εθνικό μητρώο θα αναζητούνται παιδιά σε όλη την Ελλάδα, ενώ θα αφορά και αυτά, που μέχρι τώρα ήταν σε ιδιωτικά ιδρύματα.
Μια σημαντική παράμετρος του νέου νόμου αφορά τα παιδιά, τα οποία διαμένουν σε ιδιωτικά ιδρύματα, ώστε να φύγουν από τα ιδρύματα και να βρουν μια οικογένεια. Εφόσον οι υποψήφιοι γονείς κριθούν κατάλληλοι, το ίδρυμα δεν μπορεί να κρατήσει πια τα παιδιά, πρέπει να τα δώσει. Μέχρι τώρα ήταν στη διοικητική τους ευχέρεια αν θα δεχόντουσαν ή όχι. Άλλα ιδρύματα ήταν συνεργάσιμα σε αυτή την κατεύθυνση, όπως τα Χωριά SOS, άλλα όχι.
Το μεγάλο στοίχημα: τα μεγαλύτερα παιδιά ή τα παιδιά με αναπηρία
Στην Ελλάδα η υιοθεσία σχετίζεται ακόμα με την αντίληψη του ενήλικα «δεν έχω παιδί, θέλω παιδί με αυτές τις προδιαγραφές και οφείλεις ως πολιτεία να μου το βρεις», περιγράφει η κ. Κωνσταντέλλια στο ΑΠΕ-ΜΠΕ «και αυτή η νοοτροπία πρέπει να αλλάξει».
Στην υπόλοιπη Ευρώπη, στο επίκεντρο βρίσκεται το παιδί, οι ενδιαφερόμενοι γονείς δεν το βλέπουν σα δικαίωμα, αλλά σαν ευκαιρία. Στην Αμερική λειτουργούν πρακτορεία, όπου κανείς πληρώνει για να βρει παιδί. Στην Ελλάδα, ευτυχώς, δεν έχει μπει ο παράγοντας χρήμα, συμπληρώνει η κ. Κωνσταντέλλια.
Στην αρχή οι συντριπτική πλειοψηφία των γονέων έρχονται με συγκεκριμένες προσδοκίες, το στερεότυπο παιδιού βρέφος-υγιές. «Αν αυτό είναι η μόνη σας επιθυμία, δεν μπορούμε να συνεργαστούμε», απαντά η κ. Κωνσταντέλλια.
Τα παιδιά που είναι διαθέσιμα, με τα παραπάνω χαρακτηριστικά είναι λίγα, γιατί οι γονείς κρατούν πλέον τα παιδιά και τα μεγαλώνουν, εκτός ακραίων καταστάσεων ή αν το δικαστήριο διαπιστώσει εκμετάλλευση, κακοποίηση κλπ. Επίσης, έχουν μειωθεί οι ανεπιθύμητες γέννες, πιθανόν, να έχει συμβάλει και ο μεγαλύτερος έλεγχος της ερωτικής πράξης από ότι τις προηγούμενες δεκαετίες. Υπάρχουν, όμως μεγαλύτερα παιδιά και παιδιά με αναπηρίες, τα οποία χρειάζονται και αυτά μια οικογένεια. Όσοι τελικά θα εμπλακούν στη διαδικασία θα προτιμήσουν κάποιο από αυτά, αναφέρει η κ. Κωνσταντέλλια.
Προσανατολισμός των παιδιών στην οικογενειακή φροντίδα, όχι στην ιδρυματική
«Αυτό που θέλουμε, είναι το παιδί να μην εισαχθεί καθόλου στο ίδρυμα, αλλά να πάει κατευθείαν σε ανάδοχη οικογένεια. Γι’ αυτό και όσοι προτίθενται να πάρουν αδέρφια, είτε για αναδοχή, είτε για υιοθεσία, προτιμώνται. Αν υπάρχει η δυνατότητα, προτιμούμε να μη χάσει την επαφή το παιδί με τη φυσική του οικογένεια και όταν οι συνθήκες το επιτρέψουν, να επιστρέψει», εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κ. Κωνσταντέλλια.
Έρχονται παιδιά κακοποιημένα 2, 5 και 10 χρόνων, λέει η κ. Κωνσταντέλλια. Ανάλογα με την περίπτωση κρίνεται αν θα πάει για αναδοχή ή υιοθεσία. Οι περισσότερες περιπτώσεις αφορούν γονείς εξαρτημένους από ουσίες.
Μονογονεϊκές οικογένειες
Το 40% των αιτήσεων για υιοθεσία είναι από μόνες γυναίκες. Πρόκειται για ανεξάρτητες γυναίκες, που δεν θεωρούν ότι χρειάζονται για την επιβίωσή τους ένα δεύτερο άτομο, απλώς θέλουν ένα παιδί, λέει η κ. Κωνσταντέλλια. Αποτελεί, έτσι κι αλλιώς σημείο των καιρών, το γεγονός ότι όλο και περισσότεροι άνθρωποι δεν επενδύουν στο γάμο, προσθέτει.
Αλλά η υιοθεσία από μονογονεϊκή οικογένεια συχνά αποτελεί ρίσκο, συνεχίζει η κ. Κωνσταντέλλια. Συχνά έρχονται στην υπηρεσία παιδιά από μονογονεϊκές οικογένειες, κυρίως στην ηλικία της εφηβείας, τα οποία έμειναν μόνα ή είναι πια ανεπιθύμητα, εξηγεί. Μπορεί να έχει πεθάνει η μητέρα, να μην υπάρχει η υπόλοιπη οικογένεια ή να μην θέλει πια το παιδί ούτε η μητέρα, ούτε κάποιος από την οικογένειά της. «Στην εφηβεία βγαίνουν όλα τα παράπονα, το παιδί αμφισβητεί το γονιό και ο γονιός, μην έχοντας τη βοήθεια, που χρειάζεται, δεν αντέχει τους κραδασμούς και παραδίδει το παιδί».
Ιδιωτικές υιοθεσίες
Όσοι θα θελήσουν να προχωρήσουν σε ιδιωτικές υιοθεσίες θα πρέπει να περάσουν την ίδια διαδικασία, πράγμα που μέχρι τώρα δεν ίσχυε. «Μέχρι τώρα, αυτές οι υιοθεσίες ήταν πιο ευάλωτες, πιο προβληματικές, γιατί δεν υπήρχε έλεγχος για το νέο περιβάλλον του παιδιού, κανένας περιορισμός στην ηλικία των γονιών, οι μελλοντικοί γονείς δεν περνούσαν από την αντίστοιχη συμβουλευτική διαδικασία, κλπ» υποστηρίζει η κ. Κωνσταντέλλια.
Ενώ ο νόμος απαγορεύει τη μεσολάβηση χρημάτων για την υιοθεσία ενός παιδιού, γεννιούνται παιδιά για να πωληθούν. Για παράδειγμα, ένας γιατρός ξέρει κάποια γυναίκα που γεννάει και δεν επιθυμεί το παιδί, και τη φέρνει σε επαφή με ένα ζευγάρι που θέλει παιδιά, περιγράφει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κ. Κωνσταντέλλια.
Όλες οι υιοθεσίες, όπου αποδεικνύεται ότι υπάρχει ανταλλαγή χρημάτων, είναι παράνομες, αλλά αυτό αποκαλύπτεται μια φορά στα δυο χρόνια, εξηγεί η κ. Κωνσταντέλλια.
Διακρατικές υιοθεσίες
Οι διακρατικές υιοθεσίες γίνονται είτε από την Περιφέρεια, είτε από τη Διεθνή Κοινωνική Υπηρεσία.
Βάσει των στοιχείων της Διεθνούς Κοινωνικής Υπηρεσίας σημειώνεται αυξητική τάση για διακρατικές υιοθεσίες. Την τελευταία δεκαετία ο οργανισμός έχει προχωρήσει τις διαδικασίες για 150 οικογένειες από την Ελλάδα, ενώ μέσω του κρατικού φορέα έχουν ολοκληρωθεί από το 2010 ως το 2017, 28 υιοθεσίες από διάφορα κράτη.
Η κύρια χώρα, που συνεργαζόταν η Διεθνή Κοινωνική Υπηρεσία μέχρι πρότινος ήταν η Αιθιοπία, αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η πρόεδρος του οργανισμού, Βίκυ Μεγαρίτη. «Το 2018 η Αιθιοπία ανέστειλε τις διακρατικές υιοθεσίες, γιατί κάποιες χώρες δεν τηρούσαν τη μεταπαρακολούθηση, που επιβάλλεται μέχρι το παιδί να ενηλικιωθεί και διαπιστώθηκαν περιπτώσεις παιδιών, τα οποία είχαν παραμεληθεί». Έχει ξεκινήσει μια συνεργασία με την Ουγκάντα, ενώ συνεχίζεται, αλλά σε μικρότερο βαθμό, με τη Βουλγαρία και την Ταϊλάνδη.
Από τη στιγμή, που ένα ζευγάρι ή μια γυναίκα κάνουν την αίτηση και στείλουν τα δικαιολογητικά (οικονομική και οικογενειακή κατάσταση, σωματική και ψυχική υγεία), η διαδικασία αξιολόγησης πρέπει να έχει ολοκληρωθεί μέσα σε ένα εξάμηνο και να σταλεί ο φάκελος στις αρχές της χώρας. Τότε ξεκινούν οι διεργασίες για το ταίριασμα γονιών και παιδιού, ενώ ακολουθούν άλλα δυόμιση χρόνια με ταξίδια στη χώρα προέλευσης για τη γνωριμία γονέων και παιδιών, πριν μπορέσουν να φέρουν οριστικά οι γονείς το παιδί στην Ελλάδα, περιγράφει η κ. Μεγαρίτη.
Ο νέος νόμος επηρεάζει έμμεσα και θετικά τις διακρατικές υιοθεσίες, διότι η εγγραφή των γονέων στο μητρώο θα δίνει πιο άμεσα στοιχεία στη χώρα αίτησης.
Η διαδικασία
Για τους υποψήφιους θετούς ή ανάδοχους γονείς η διαδικασία θα είναι ενιαία, πράγμα επίσης καινούργιο. Οι διαδικασίες γίνονται ηλεκτρονικά. Κάποιος μπορεί να συμπληρώσει την αίτηση από τον υπολογιστή του και να παρακολουθεί το φάκελό του. «Δεν περιμένει στο σκοτάδι, ούτε μπορούν να γίνουν πράγματα κάτω από το τραπέζι», τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κ. Φωτίου.
Όλα τα παιδιά για αναδοχή ή υιοθεσία είτε βρίσκονται σε ίδρυμα, δημόσιο ή ιδιωτικό, είτε σε οικογένεια, είτε εγκαταλείπονται σε νοσοκομεία ή μαιευτήρια αποκτούν δικό τους ηλεκτρονικό φάκελο με όλα τα στοιχεία της καταγωγής τους. Συγχρόνως, κάθε παιδί θα το συνοδεύει το ΑΣΟΑ (Ατομικό Σχέδιο Οικογενειακής Αποκατάστασης), στο οποίο αναφέρονται πληροφορίες για το μέλλον του παιδιού (αν ζουν οι γονείς του, αν θα δοθεί για υιοθεσία, κλπ).
Στον νέο νόμο οι υποψήφιοι γονείς θα εκπαιδεύονται, ώστε να είναι έτοιμοι να αντιμετωπίσουν τυχόν προβλήματα, και στο τέλος θα εξετάζονται. Μέχρι τώρα, γινόταν μια συμβουλευτική για το γονεϊκό ρόλο, τώρα όμως παίρνει πιο επίσημη μορφή, με ευρύ θεματικό αντικείμενο και επιστημονικό προσωπικό (ψυχολόγους, νομικούς κλπ).
Κάποιοι γονείς θα βρουν παιδιά όπως τα έχουν ζητήσει, άλλοι όχι, και κάποιοι θα πρέπει να αλλάξουν τις προτιμήσεις τους ή να περιμένουν.
Αν πάντως, στα τρία χρόνια δε βρουν παιδί, βγαίνουν από το σύστημα, διευκρινίζει η κ. Φωτίου, και θα μπορούν μετά από τρία χρόνια να ξαναϋποβάλουν αίτηση.
Όταν το παιδί ενηλικιώνεται, έχει πρόσβαση, εφόσον το επιθυμεί, στα δυο αυτά αρχεία, μια ακόμη καινοτομία του νέου νόμου.
in.gr