Ο Αλέξης Τσίπρας παρουσίασε ένα «νέο Εθνικό Σχέδιο Ανασυγκρότησης» της χώρας: «Ανάπτυξη, Αναδιανομή, Ανθεκτικότητα, Ασφάλεια»
O Αλέξης Τσίπρας κατά την παρέμβασή του στην ημερίδα του Ινστιτούτου του, με θέμα την ακρίβεια και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, ανέδειξε «το νέο Εθνικό Σχέδιο Ανασυγκρότησης» στη βάση των 4Α: Ανάπτυξη, Αναδιανομή, Ανθεκτικότητα και Ασφάλεια
Όπως επισήμανε «αυτό είναι το περίγραμμα μιας προοδευτικής διεξόδου με στόχο τη πραγματική σύγκλιση με κοινωνική δικαιοσύνη, που έχει ανάγκη σήμερα ο τόπος. Ένα περίγραμμα που το διατρέχουν, όπως συνηθίζω να λέω, τέσσερα Α που συμπληρώνουν το ένα το άλλο:
– Ανάπτυξη μεσοπρόθεσμη, με τρόπο διατηρήσιμο – η αναγκαία και βασική προϋπόθεση χωρίς την οποία η χώρα θα βρεθεί αντιμέτωπη με υπαρξιακές προκλήσεις.
– Αναδιανομή και δικαιοσύνη με στήριξη του κοινωνικού κράτους και προστασία της εργασίας ώστε οι καρποί της ανάπτυξης να διαχέονται στο σύνολο της κοινωνίας,
– Ανθεκτικότητα για να είναι σε θέση η χώρα να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις που θέτει η γεωπολιτική αβεβαιότητα, η κλιματική κρίση καθώς και νέες πιθανές διαταραχές στην παγκόσμια αλυσίδα εφοδιασμού,
– Ασφάλεια απέναντι στην αυξημένη εγκληματικότητα, αλλά και απέναντι στις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης, στις δημόσιες υποδομές και συγκοινωνίες, αλλά και στις αλλαγές που φέρνει στη ζωή των ανθρώπων η μετάβαση σε ένα νέο σύνθετο περιβάλλον εργασίας»
Ο Αλέξης Τσίπρας υπογράμμισε παράλληλα κατά την παρέμβασή του ότι ο νέος εθνικός στόχος -αντίστοιχος της ένταξης στην ΕΟΚ το ’70 και ’80, της ένταξης στην ευρωζώνη το ’90 και της εξόδου από την κρίση το ’10- πρέπει να είναι «η επιτάχυνση της σύγκλισης με όρους κοινωνικής συνοχής και δικαιοσύνης, με όρους συμπερίληψης των λαϊκών, μεσαίων, των κοινωνικών στρωμάτων που έβαλαν πλάτη για να μείνει η χώρα όρθια».
Αναφέρθηκε ειδικότερα στην ανάγκη για βαθιά μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης με σκοπό την ενίσχυση των δυνατοτήτων του κράτους να επτελέσει τον αναπτυξιακό και κοινωνικό του ρόλο, απέναντι στις πρακτικές του επιτελικού κράτους που ανέθεσε σε ιδιωτικές εταιρείες συμβούλων όλο και περισσότερες κρίσιμες λειτουργίες της διοίκησης. Έδωσε παραδείγματα την ίδρυση δημοσίων φορέων ενέργειας και υποδομών από την νέα βρετανική κυβέρνηση.
Η δημόσια διοίκηση πρέπει να ενισχυθεί ώστε να αναλάβει «τον ρόλο του επόπτη και συντονιστή που προσεγγίζει ολιστικά το αίτημα της αναβάθμισης των υποδομών της χώρας, του ΕΣΥ, της ενέργειας και της πράσινης μετάβασης. Φέρνοντας μαζί δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις, πιστωτικά ιδρύματα και περιφέρειες υπό ένα κοινό μεσοπρόθεσμο σχεδιασμό».
Παράλληλα πρέπει να υπάρξουν μεταρρυθμίσεις στους θεσμούς και ιδιαίτερα στην Δικαιοσύνη. Θωράκιση και ενίσχυση των ανεξάρτητων αρχών και ιδιαίτερα της Αρχής Ανταγωνισμού, υπογράμμισε Πιο συγκεκριμένα τόνισε την ανάγκη να υπάρξει ένα «μεγάλο εθνικό σχέδιο επενδύσεων στο ανθρώπινο κεφάλαιο, στις υποδομές, την πράσινη μετάβαση, στην υγεία ώστε να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις οικονομικού μετασχηματισμού, προσέλκυσης κεφαλαίων σε νέες παραγωγικές και όχι υπάρχουσες δραστηριότητες, με στόχο την επίτευξη μεσοπρόθεσμων διατηρήσιμων ρυθμών ανάπτυξης στην περιοχή του 2-2,5% την επόμενη δεκαετία.
Παράλληλα επισήμανε ότι χρειάζεται σύγκρουση με τα μεγάλα συμφέροντα για να εξασφαλιστεί τόσο ο υγιής ανταγωνισμός, όσο και η μείωση των ανισοτήτων
Α) με δίκαιη φορολόγηση του μεγάλου πλούτου και των μεγάλων εισοδημάτων, αντιστροφή του μίγματος έμμεσων/άμεσων φόρων και αντιμετώπιση φοροδιαφυγής,
Β) Με έναν τραπεζικό τομέα που στηρίζει την καινοτομία και την μικρομεσαία επιχειρηματικότητα, αντί να αναπαράγει πελατειακές πρακτικές και να στηρίζει ολιγοπώλια
Γ) δημιουργία εξωχρηματιστηριακής αγοράς ενέργειας όπου οι τιμές θα διαμορφώνονται με βάση διμερή συμβόλαια, όπως γίνεται στην υπόλοιπη Ευρώπη και όχι από τέσσερις εταιρείες που ελέγχουν να ανεβάζουν τις τιμές. Επιπλέον ανάπτυξη ενεργειακών κοινοτήτων που θα μειώσουν αισθητά τις τιμές.
«Η σημερινή ανισορροπία του πολιτικού συστήματος, αν δεν αποκατασταθεί από τα αριστερά, ο κίνδυνος είναι να αποκατασταθεί ακόμη δεξιότερα. Από την άνοδο της Ακροδεξιάς, όπως βλέπουμε να συμβαίνει σε μια σειρά από ευρωπαϊκές χώρες. Το μόνο παρήγορο και ουσιαστικά ελπιδοφόρο είναι ότι κάτι αρχίζει σιγά σιγά να κινείται. Όχι σε επίπεδο πολιτικής αντιπολίτευσης. Εκεί ο «κανένας» συνεχίζει να προηγείται σε όλες τις δημοσκοπήσεις. Αλλά σε επίπεδο κοινωνικής αντιπολίτευσης» υπογράμμισε ο Αλέξης Τσίπρας.
Και τόνισε ακόμα ότι «κανένα σχέδιο μεταρρυθμίσεων και ρήξεων δε θα υλοποιηθεί αν πρώτα δεν εκφράσει και κινητοποιήσει τη πλειοψηφία της κοινωνίας μας. Τις δυνάμεις της παραγωγής και της δημιουργίας. Της υγιούς επιχειρηματικότητας που ασφυκτιά μέσα στο πλαίσιο της διαφθοράς. Των νέων επιστημόνων μας, που συνεχίζουν να μεταναστεύουν από τη χώρα. Των σύγχρονων μη προνομιούχων που αρχίζουν σταδιακά να συνειδητοποιούν ότι αυτή η κατάσταση πρέπει να αλλάξει. Της μεγάλης πλειοψηφίας που σήμερα δηλώνει ότι δε τα βγάζει πέρα. Και που αργά ή γρήγορα θα απαιτήσει και θα αποκτήσει τη πολιτική εκπροσώπηση που της αξίζει».
Αναλυτικά η ομιλία του Αλέξη Τσίπρα
Θέλω να ευχαριστήσω θερμά όλους όσους συνέβαλαν στην επιτυχία της σημερινής εκδήλωσης. Μια ημερίδα που ασχολήθηκε με το κρισιμότερο θέμα που απασχολεί σήμερα τη μεγάλη πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας: Την ακρίβεια που συρρικνώνει τα εισοδήματα και δημιουργεί αίσθημα γενικευμένης ανασφάλειας. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην έρευνα κοινής γνώμης που παρουσιάσαμε 3 στους 4 συμπολίτες μας θεωρούν ότι η χώρα πηγαίνει στη λάθος κατεύθυνση. Έχουν άδικο;
Σε ότι αφορά τη πραγματικότητα που ζουν, σίγουρα ξέρουν καλύτερα, γιατί τη βιώνουν 2 στους 5 – το 40%– δηλώνουν ότι τα χρήματα τελειώνουν πριν τελειώσει ο μήνας, και άλλοι τόσοι ότι τα φέρνουν βόλτα οριακά. Αλλά και σε ότι αφορά την πορεία της χώρας και της οικονομίας, δεν έχουν άδικο. Αν δεν αλλάξουμε πορεία, θα ξαναπέσουμε σε τοίχο και μάλιστα συντομότερα από όσο ίσως πιστεύουμε.
Αν η μεγάλη πρόκληση της προηγούμενης δεκαετίας για τη χώρα ήταν η αντιμετώπιση της χρεοκοπίας, η πρόκληση της τρέχουσας δεκαετίας δε μπορεί να είναι άλλη από τον τερματισμό της διαρκούς πορείας απόκλισής μας από το μέσο όρο των χωρών της ΕΕ, σε όλα τα επίπεδα. Στην οικονομία, στο εισόδημα, στο κράτος δικαίου, στο κοινωνικό κράτος και στις δημόσιες υποδομές. Ο τερματισμός της απόκλισης και η έναρξη μιας πορείας σταδιακής σύγκλισης.
Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ το 2015-2019, κατάφερε να αντιμετωπίσει με επιτυχία τη πρώτη πρόκληση. Φοβάμαι ότι η σημερινή κυβέρνηση βρίσκεται πολύ μακριά από το να αντιμετωπίσει τη δεύτερη.
Το 15-19, η χώρα – κόντρα στις προβλέψεις της εποχής- παρέμεινε στην ευρωζώνη, ρύθμισε το δημόσιο χρέος της, ανέκτησε την αξιοπιστία της στις αγορές και η οικονομία της επανήλθε σε μονοπάτια δημοσιονομικής σταθερότητας και ανάπτυξης.
Ταυτόχρονα τα πιο ευάλωτα μέλη του πληθυσμού της προστατεύτηκαν με μια σειρά νέων μόνιμων εργαλείων στήριξης που δημιουργήθηκαν. Αν μου ζητούσε κανείς με δυο φράσεις να περιγράψω τη κληρονομιά αυτής της περιόδου, θα απαντούσα : Σταθεροποίηση με δικαιοσύνη, ανάκτηση αξιοπιστίας με συμπερίληψη. Αυτή ήταν η κληρονομιά της περιόδου 2015- 2019.
Και, νομίζω κανείς δεν αμφιβάλλει πως χωρίς την διόρθωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών, χωρίς τη μείωση των ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών της χώρας μέσω της ελάφρυνσης του δημοσίου χρέους τον Ιούνιο του 2018, και χωρίς τη δημιουργία ενός σημαντικού ταμειακού αποθέματος το 2016-18, που τόσο λοιδορήθηκε από τη Νέα Δημοκρατία όταν ήταν αντιπολίτευση, καμία προϋπόθεση ανάκαμψης δε θα υπήρχε μετά το 2019.
Και η χώρα θα βρισκόταν απολύτως απροστάτευτη στη δίνη των συνεπειών της πανδημίας, της ενεργειακής κρίσης, και της γεωοικονομικής αβεβαιότητας που ακολούθησαν.
Όμως, ας είμαστε ειλικρινείς.
Παρά τη σταθεροποίηση, τα πολλαπλά τραύματα που άφησε η πολυετής κρίση στο σώμα της ελληνικής οικονομίας παραμένουν εν πολλοίς ανεπούλωτα και δεν δικαιολογούν εφησυχασμό, πολύ δε περισσότερο πανηγυρισμούς.
Το πραγματικό κατά κεφαλήν εισόδημα της Ελλάδας το 2023 παραμένει κατά 13 μονάδες χαμηλότερο αυτού του 2007.
Βρίσκεται μόλις στο 61% του μέσου κατά κεφαλήν εισοδήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όταν πριν τη κρίση, ήταν στο 79%.
Χώρες με σημαντικά χαμηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα το 2007, μας έχουν ήδη ξεπεράσει, όπως η Πορτογαλία. Ή μας έχουν φθάσει, όπως η Τσεχία.
Η μετανάστευση νέων ανθρώπων με ταλέντο και γνώσεις – το λεγόμενο brain drain – δεν έχει ανασταλεί.
Το ποσοστό του πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας ή σε κοινωνικό αποκλεισμό, στο 28,3%, είναι το μεγαλύτερο ων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και υπολείπεται μόνο αυτών της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας.
Η δε αγοραστική δύναμη του ελληνικού νοικοκυριού έχει υποχωρήσει στις τελευταίες θέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπολειπόμενη αυτής της Ρουμανίας και συγκρινόμενη μόνο με αυτή της Βουλγαρίας.
Αυτή η πορεία πραγματικής απόκλισης, των τελευταίων 15 ετών, από τον μέσο όρο της ευρωζώνης, όπως διαπιστώσαμε από την έρευνά που παρουσιάσαμε δεν αποτυπώνεται μόνο στα στατιστικά μεγέθη.
Είναι το καθημερινό βίωμα εκατομμυρίων συμπολιτών μας, που σταδιακά αποδέχονται ένα μέλλον χαμηλών προσδοκιών.
Και κυρίως είναι η μοίρα των νέων ανθρώπων, που για πρώτη φορά στη μεταπολεμική ιστορία της χώρας, θα κληθούν να ζήσουν και να δημιουργήσουν σε συνθήκες δυσμενέστερες από αυτές των γονιών τους.
Και καθρεφτίζεται στις χαμηλές αμοιβές των εργαζομένων, στην ποιότητα των υπηρεσιών του κοινωνικού κράτους και του Εθνικού Συστήματος Υγείας, στην κατάσταση κρίσιμων υποδομών της χώρας, καθώς και στη χαμηλή διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα και τη διεύρυνση του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών.
Παρά τις σκληρές θυσίες του ελληνικού λαού την προηγούμενη δεκαετία, ώστε η Ελλάδα να παραμείνει μέλος της Ζώνης του Ευρώ, η οικονομική της κατάσταση που βιώνουμε προσομοιάζει περισσότερο σε αυτήν μιας Βαλκανικής χώρας.
Και είναι υπαρκτός ο κίνδυνος να εμπεδωθεί στη συνείδηση του ελληνικού λαού η πεποίθηση πως αυτός είναι ο ορίζοντας της χώρας, αυτά είναι τα όρια της. «Αυτή είναι η Ελλάδα» που λένε πολλοί.
Ο κίνδυνος, της χαμηλής αυτοπεποίθησης, της παραίτησης, και της στροφής στον πολιτικό ανορθολογισμό, ένας κίνδυνος παραπάνω από εμφανής.
Το μεγάλο εθνικό θέμα, συνεπώς, που θα έπρεπε να μας απασχολεί είναι πως θα μπορέσουμε να αποτρέψουμε αυτή τη πορεία φτωχοποίησης και απόκλισης. Ένας νέος εθνικός στόχος, θα έλεγα, αντίστοιχος με την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ τη δεκαετία του εβδομήντα, την ένταξη στην ευρωζώνη τη δεκαετία του ενενήντα ή την έξοδο από τα μνημόνια τη δεκαετία του 10 – και βέβαια ο εθνικός στόχος είναι αυτός η αναστροφή της πραγματικής αυτής απόκλισης.
Και η επιτάχυνση της σύγκλισης με όρους κοινωνικής συνοχής και δικαιοσύνης, με όρους συμπερίληψης των λαϊκών, μεσαίων, των κοινωνικών στρωμάτων που έβαλαν πλάτη για να μείνει η χώρα όρθια.
Και ο στόχος αυτός θα πρέπει να επιδιωχθεί σε ένα νέο πολύ πιο δυσμενές διεθνές οικονομικό περιβάλλον. Υψηλής γεωπολιτικής αβεβαιότητας, κατακερματισμού του διεθνούς εμπορίου, και υπαρξιακών προκλήσεων για τις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες, και την Ευρώπη συνολικά, όπου το ενδεχόμενο κρίσεων – από τη διαταραχή στις διεθνείς εφοδιαστικές αλυσίδες, την κλιματική αλλαγή, και την ασφάλεια – είναι πια πολύ υψηλό.
Και ας μην ξεχνούμε πως το ελληνικό δημόσιο χρέος δεν θα μείνει για πάντα στα χέρια του επίσημου τομέα. Αλλά σταδιακά θα αντικατασταθεί με χρέος διαπραγματεύσιμο στις αγορές, όπου το κόστος αναχρηματοδότησης θα είναι αρκετά υψηλότερο του σημερινού.
Η κυβέρνηση της ΝΔ, παρέλαβε το 2019 μία οικονομία σταθεροποιημένη, με εύρωστο δημόσιο ταμείο, βιώσιμο δημόσιο χρέος, και προίκα το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας – ένα πραγματικό χρηματοδοτικό εργαλείο μετασχηματισμού της παραγωγικής βάσης της χώρας, πρωτοφανές στην ιστορία της ΟΝΕ.
Είχε λοιπόν το 2019 μια μοναδική ευκαιρία να αναμορφώσει την οικονομική δομή της χώρας. Να ενισχύσει την ανθεκτικότητα της, να την προετοιμάσει για τις προκλήσεις του μέλλοντος. Και πολλοί συμπολίτες μας πίστεψαν, αναζητώντας ελπίδα και προοπτική μετά την πολυετή κρίση, πως αυτό θα μπορούσε να γίνει.
Πέρασαν πέντε χρόνια. Νομίζω πρέπει να κάνουμε έναν απολογισμό. Ποια βήματα έχει κάνει για να επιτευχθεί η σύγκλιση με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο. Είναι οι ρυθμοί ανάπτυξης του 2 % με 2,5 % που καταγράφει η ελληνική οικονομία τα δύο τελευταία χρόνια, μετά τη πανδημία. Είναι οι αριθμοί που μπορούν να είναι βιώσιμοι και διατηρήσιμοι;
Είναι η χώρα προετοιμασμένη για να αντιμετωπίσει τους κινδύνους ενός νέου διεθνούς περιβάλλοντος ; Τα μακροοικονομικά δεδομένα που έχουμε στη διάθεση μας δεν αφήνουν περιθώρια αισιοδοξίας.
Η ανάπτυξη των δύο τελευταίων χρόνων στηρίζεται ως επι των πλείστων στους κλάδους του τουρισμού, της κατοικίας, και της μερικής κινητοποίησης των ευρωπαϊκών πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, αν και τα αποτελέσματα εκεί υπολείπονται κατά πολύ των προσδοκιών.
Η αύξηση του τουρισμού στα χρόνια μετά το τέλος της πανδημίας ήταν εντυπωσιακή, καθώς ο κλάδος ανέκαμψε από τη μεγάλη ύφεση του εγκλεισμού, και η τουριστική περίοδος επιμηκύνθηκε, παράγοντας, δευτερογενώς, οφέλη και σε συγγενείς κλάδους όπως αυτός του real estate. Και αυτός ο κλάδος εκτινάχθηκε, τόσο εξαιτίας της ζήτησης ακινήτων από το εξωτερικό για επενδυτικούς λόγους – εδώ η χρυσή βίζα έπαιξε σημαντικό ρόλο – όσο και εξαιτίας της αξιοποίησης ακινήτων για βραχυχρόνια μίσθωση χωρίς περιορισμούς.
Και οι δύο αυτοί κλάδοι τροφοδότησαν την καταναλωτική δαπάνη και δημιουργούν, είναι η αλήθεια, εικόνα οικονομικής άνθησης, ειδικά στην Αθήνα και τους τουριστικούς προορισμούς.
Και μια αίσθηση ευημερίας στους ιδιοκτήτες ακινήτων που βλέπουν τα περιουσιακά τους στοιχεία να δημιουργούν σημαντική υπεραξία.
Οι κλάδοι όμως του τουρισμού και των ακινήτων έχουν αναπόφευκτα πεπερασμένο ορίζοντα επέκτασης, τα όρια του οποίου είναι ήδη ορατά και στις δύο περιπτώσεις. Όταν τα όρια αυτά εξαντληθούν, η δυναμική της οικονομίας θα εξασθενήσει και η ανάπτυξη θα υποχωρήσει.
Η υπέρβαση τους δε, παράγει αρνητικές συνέπειες στο περιβάλλον, στη λειτουργικότητα των υποδομών, και στη ζωή των κατοίκων που δυσκολεύονται να πληρώσουν το ενοίκιο της κατοικίας τους.
Είναι αυτοί οι λόγοι, που οδηγούν οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης να εκφράζουν επιφυλάξεις για τη ‘μονοκαλλιέργεια’ της ελληνικής οικονομίας.
Την ίδια στιγμή, οι άμεσες ξένες επενδύσεις το 2023, κατέγραψαν σημαντική ετήσια πτώση, από τα 7,5 δις στα 4,6 δις.
Αλλά και το πρώτο εξάμηνο του 2024, δεν ξεπέρασαν τα 2,1 δις, καταγράφοντας περαιτέρω μείωση σε σχέση με το αντίστοιχο εξάμηνο του 2023 κατά 14 %.
Το πιο αξιοσημείωτο όμως είναι ότι το 40% αυτών των ξένων επενδύσεων του 2023 αποτελούνταν από αγορές real estate, ενώ ένα άλλο μεγάλο τμήμα από μεταβιβάσεις μη εξυπηρετούμενων δανείων σε εταιρείες διαχείρισης. Πρόκειται για αυτό που ο κος Σημίτης είχε αποκαλέσει ως “κερδοσκοπικό οπορτουνισμό”.
Δυστυχώς για τη χώρα, ακόμα και πολυδιαφημισμένες επενδύσεις – όπως η επένδυση της Cisco στη Θεσσαλονίκη για Διεθνές Κέντρο Ψηφιακού Μετασχηματισμού που ανακοινώθηκε τον Ιούνιο του 2020 – αποσύρονται.
Ενώ ακόμα δεν έχουμε δει την επένδυση της Microsoft για τρία Data Centers στην Ανατολική Αττική που ανακοινώθηκε πριν από τέσσερα ακριβώς χρόνια τον Οκτώβριο του 2020.
Μία οικονομία, λοιπόν, που στηρίζεται πρωτίστως στην κατανάλωση, και σε κλάδους με πεπερασμένη δυναμική που φαίνεται πως πλησιάζουν στα όρια τους.
Χωρίς έμφαση σε διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα, αναπαράγοντας το οικονομικό υπόδειγμα προηγούμενων δεκαετιών και, μαζί με αυτό, και τις παθογένειες του, όπως αποτυπώνονται στο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, δε θα αργήσει να οδηγηθεί σε επιβράδυνση.
Δεν είναι τυχαίο, πως η εκτίμηση διεθνών οργανισμών, όπως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, για το δυνητικό ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης – της ικανότητας δηλαδή της χώρας να παράγει εισόδημα – είναι στην περιοχή του 1 %.
Ενώ την ίδια εκτίμηση υποχρεώθηκε να υιοθετήσει και η ελληνική κυβέρνηση στο Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό Σχέδιο που κατέθεσε πριν λίγες ημέρες, για την περίοδο 2025-2028.
Χωρίς υψηλότερο ρυθμό μεγέθυνσης, όμως, η πραγματική σύγκλιση δεν θα υπάρξει. Και η ικανότητα της οικονομίας να ανταποκρίνεται στις αυξημένες ανάγκες της χώρας στις υποδομές, το Εθνικό Σύστημα Υγείας, την παιδεία, την πράσινη μετάβαση, την ενίσχυση της ανθεκτικότητας απέναντι σε κρίσεις ή την εθνική άμυνα, θα είναι εξαιρετικά περιορισμένη.
Αυτοι είναι λοιπόν οι λόγοι που προσπάθησα να τους εξηγήσω και με οικονομικούς όρους, που θέλω από αυτή το βήμα να χτυπήσω το καμπανάκι του κινδύνου. Χωρίς αλλαγή πορείας τώρα, σύντομα θα διολισθήσουμε στο περιθώριο της Ευρώπης. Μια οικονομία που στερείται σοβαρών άμεσων ξένων επενδύσεων και δημιουργεί πλούτο – τροφοδοτώντας την ιδιωτική κατανάλωση – κυρίως μέσω της αύξησης των τιμών της ακίνητης περιουσίας και του τουρισμού, οδηγεί σε νέα αδιέξοδα.
Είναι μη βιώσιμη ενώ γεννά ταυτόχρονα και μεγάλες ανισότητες, καθώς η αύξηση των τιμών της κατοικίας και των ενοικίων ευνοούν μέρος της κοινωνίας αλλά συμπιέζουν σημαντικά μεγάλα τμήματα του πληθυσμού.
Ενώ η έλλειψη ανταγωνισμού σε κρίσιμες αγορές μετατρέπει τον πληθωρισμό σε μηχανισμό αναδιανομής εισοδήματος εις βάρος των καταναλωτών και υπέρ των ολιγοπωλίων.
Αφού, όπως είδαμε σήμερα στο πρώτο πάνελ της ημερίδας, η σημαντική αύξηση του επιπέδου των τιμών μειώνει την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών με τρόπο άνισο, επιβαρύνοντας δυσανάλογα τα χαμηλότερα εισοδήματα, αλλά και προκαλώντας αλλαγές στις καταναλωτικές συνήθειες των πολιτών που μακροχρόνια επιβαρύνει την υγεία τους.
Με δυο λόγια, αυτό που ονομάζουμε ακρίβεια, και αποτελεί μια διαρκή και τρομακτική πίεση στα μεσαία και χαμηλά εισοδήματα, είναι ταυτόχρονα και μια γενικευμένη διαδικασία αναδιανομής από τους πολλούς σε λίγους.
Και από εδώ προκύπτει θα μου επιτρέψετε και το παράδοξο, την ώρα που πανηγυρίζει η κυβέρνηση για τους ρυθμούς ανάπτυξής : Στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια ευημερούν οι αριθμοί, αλλά υποφέρουν οι άνθρωποι.
Στη σημερινή ημερίδα ακούστηκαν ενδιαφέρουσες προτάσεις άμεσων παρεμβάσεων για την αντιμετώπιση της ακρίβειας στα τρόφιμα, στην ενέργεια και στη στέγη. Θα ήθελα να σταθώ σε δύο από αυτές.
Η πρώτη αφορά στη θεσμοθέτηση της κοινωνικής κατοικίας με τη δημιουργία Ειδικού Δημόσιου Φορέα, που θα απευθύνεται σε όλες τις κοινωνικές ομάδες που έχουν ανάγκη οικονομικά προσιτή κατοικία και όχι μόνο τους πιο ευάλωτους. Όπως ειπώθηκε με αξιοποίηση πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης, με αξιοποίηση του αποθέματος δημοσίων ακινήτων από την τοπική αυτοδιοίκηση, αλλά και ακινήτων που βρίσκονται στον έλεγχο τραπεζών, καθώς και με συνεταιριστικές πρωτοβουλίες.
Η δεύτερη πρόταση στην οποία θα ήθελα να σταθώ αφορά στη δημιουργία εξωχρηματιστηριακής αγοράς ενέργειας όπου οι τιμές θα διαμορφώνονται με βάση διμερή συμβόλαια, όπως γίνεται στην υπόλοιπη Ευρώπη και όχι δεν θα διαμορφώνεται από τις επιθυμίες εταιρειών που ελέγχουν να ανεβάζουν τις τιμές κατά το δοκούν.
Είναι δύο μόνο παρεμβάσεις από μια ενδιαφέρουσα δέσμη προτάσεων που πιστεύω θα συζητηθούν.
Επανέρχομαι όμως στη μεγάλη εικόνα της ελληνικής οικονομίας.
Στο μείζον ζήτημα ότι έχουμε μια ανάπτυξη μεσοπρόθεσμα μη βιώσιμη, που παράλληλα καρπώνεται από λίγους.
Τι πρέπει και τι μπορούμε να κάνουμε για να ανατρέψουμε αυτή τη κατάσταση και να αποφύγουμε τους κινδύνους που εγκυμονεί;
Ας κοιτάξουμε πρώτα το διεθνές περιβάλλον. Να δούμε τι γίνεται στον κόσμο. Δυστυχώς ζούμε σε μια εποχή αλλεπάλληλων κρίσεων και ραγδαίων εξελίξεων και αλλαγών. Στο κλίμα, στη τεχνολογία, στον καταμερισμό εργασίας, στις γεωπολιτικές ισορροπίες.
Για να αντιμετωπιστούν αυτές οι μεγάλες αυτές προκλήσεις χρειάζονται άλματα και όχι απλά βήματα. Το νεοφιλελεύθερο μοντέλο που κυριάρχησε από το 90 και μετά έχει ήδη αποδειχθεί ότι δε μπορεί να λειτουργήσει σε περιόδους κρίσεων.
Ούτως ή άλλως ήταν αποτυχημένο και κατασκευασμένο να υπηρετεί τον άκρατο πλουτισμό λίγων, καθώς τα λεγόμενα trickle down economics, απέτυχαν να δημιουργήσουν συνθήκες ασφαλούς συλλογικής προόδου, όπου και όποτε εφαρμόστηκαν.
Ωστόσο πλέον, στη περίοδο των πολυκρίσεων, δεν πρόκειται απλά για αποτυχημένο αλλά και για απολύτως ανεπαρκές μοντέλο προκειμένου να απαντηθούν οι νέες κρίσεις και προκλήσεις. Προκλήσεις που προφανώς δεν αφορούν αποκλειστικά τη χώρα μας.
Είναι παγκόσμιες προκλήσεις. Η κλιματική κρίση, η προσφυγική κρίση, η κρίση ασφάλειας με τους δύο πολέμους στα σύνορα της Ευρώπης σε Βορρά και Νότο, η ενεργειακή κρίση, η επέλαση της τεχνητής νοημοσύνης, είναι προκλήσεις παγκόσμιας αναφοράς.
Απειλούν όμως κυρίως τη γηραιά ήπειρο που αντιμετωπίζει επιπλέον το πρόβλημα της δημογραφικής γήρανσης, της αποβιομηχάνισης και του ολοένα εντεινόμενου ελλείμματος ανταγωνιστικότητας της οικονομίας της αλλά και του ελλείμματος αυτονομίας στην εξωτερική πολιτική και στις γεωπολιτικές εξελίξεις.
Για το 2024 η ΕΕ θα έχει αύξηση του ΑΕΠ της κατά μόλις 0,6%, έναντι 2,6% των ΗΠΑ και 4,9% της Κίνας. Αν δεν αλλάξει στρατηγική, αν δεν πάρει άμεσα τολμηρές και ρηξικέλευθες αποφάσεις, δεν πρόκειται να γεφυρώσει το χάσμα που τη χωρίζει από τους ανταγωνιστές της και θα χάσει οριστικά το τραίνο των μεγάλων αλλαγών στο σύγχρονο κόσμο μας.
Ο Μάριο Ντράγκι ήδη, στην έκθεσή του επισημαίνει την ανάγκη τολμηρών αποφάσεων στην οικονομία. Επισημαίνει το πρόβλημα της χαμηλής παραγωγικότητας και αντιπροτείνει ριζική αύξηση των δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων. Με ένα επενδυτικό πακέτο τουλάχιστον τριών τρις ευρώ μέχρι το 2028, προκειμένου να κλείσει το χάσμα με τη Κίνα και τις ΗΠΑ και να μη χάσει οριστικά η ΕΕ το τραίνο της νέας εποχής.
Επενδύσεις κυρίως στη Πράσινη οικονομία, την καινοτομία, τη ψηφιακή οικονομία και τις υποδομές, που μπορούν να υλοποιηθούν προφανώς μόνο με την έκδοση κοινού χρέους (ευρωομόλογα) και την ένωση των αγορών κεφαλαίου, προκειμένου να κινητοποιηθούν και να μοχλευτούν και ιδιωτικοί πόροι.
Είναι σε θέση η σημερινή ΕΕ, που τα τελευταία χρόνια διακρίνεται από έλλειμμα ηγεσίας και διορατικότητας, να προχωρήσει σε τόσο γενναίες αποφάσεις: Θα δείξει.
Σε κάθε περίπτωση, η χώρα μας δεν μπορεί να απουσιάζει από τις αλλαγές που θα μπορούσε να δρομολογήσει η έκθεση Ντραγκι, τις ευκαιρίες που αυτή δημιουργεί, τον επαναπατρισμό των σημερινών διεθνών εφοδιαστικών αλυσίδων, την επαναβιομηχάνιση της Ευρώπης. Κατά τη γνώμη μου, όμως, ανεξάρτητα από τις αλλαγές στην Ευρώπη, εμείς πρέπει να ξεκινήσουμε άμεσα τους εξής τέσσερις άξονες παρεμβάσεων και αλλαγών:
Πρώτον, να σταματήσουμε να σπαταλούμε τις ευκαιρίες που μας δίνονται – και αναφέρομαι στο Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Η διαχείρισή του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας από την κυβέρνηση Μητσοτάκη διακρίνεται από αδιαφάνεια στη διαδικασία των αποφάσεων, έλλειψη συνοχής και οράματος για το τι θέλουμε να πετύχουμε, που θέλουμε να πάει η χώρα τα επόμενα δέκα χρόνια.
Οι δαπάνες για το ΕΣΥ στο ελληνικό σχέδιο του Ταμείου Ανάκαμψης αντιπροσωπεύουν κάτω από το 2% των πόρων όταν σε άλλα σχέδια όπως αυτό της Ισπανίας ξεπερνούν το 8%.
Δαπάνες για την στεγαστική πολιτική απουσιάζουν εντελώς. Ενώ από τα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας ύψους 12 δισεκατομμυρίων ευρώ αποκλείονται οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Αλλά μαθαίνω πως και η απορρόφηση των πόρων του Ταμείου είναι πολύ κατώτερη των περιστάσεων. Οι πραγματικές πληρωμές του Ταμείου μέχρι το δεύτερο τρίμηνο του 2024 ανέρχονταν σε μόλις 4,5 δισ. ευρώ, επομένως η πραγματική απορρόφηση των συνολικών πόρων του «Ελλάδα 2.0» υπολογίζεται σε 12%. Έτσι δεν πρόκειται να πάμε πουθενά.
Η προχειρότητα είναι βέβαια χαρακτηριστικό που αφορά και άλλες σοβαρές πτυχές της κυβερνητικής πολιτικής. Σε βαθμό που η χώρα μας σήμερα υφίσταται στον ακρότατο βαθμό τις αρνητικές συνέπειες των αδυναμιών του ευρωπαϊκού πλαισίου πολιτικής, όπως πχ στην ενέργεια με το target model, όπου και πάλι η Ελλάδα είναι από τις πρωταθλήτριες χώρες στις τιμές. Ενώ ταυτόχρονα στερείται των όποιων θετικών συνεπειών του ευρωπαϊκού πλαισίου, όπως πχ την ανάπτυξη ενεργειακών κοινοτήτων για αυτοπαραγωγή και αυτοκατανάλωση, που θα μείωναν αισθητά το κόστος ενέργειας στον καταναλωτή, αλλά η χώρα μας επιμένει να μην τις αναπτύσσει για τους πολλούς.
Δεύτερον, χρειάζεται βαθιά μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης και του κράτους ώστε να μπορεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες του μεγάλου έργου του παραγωγικού μετασχηματισμού της χώρας.
Το κατ’ ευφημισμό λεγόμενο ‘επιτελικό κράτος’, όχι μόνο απέτυχε να αντιμετωπίσει τις φυσικές καταστροφές των τελευταίων χρόνων αλλά όλο και περισσότερο αποδεικνύεται σε μηχανισμό για την αναπαραγωγή πελατειακών σχέσεων, την προστασία ολιγοπωλιακών δομών αγοράς, και τη διαχείριση συμφερόντων που φτάνει στο όριο -επιτρέψτε μου τον όρο- της παρεο-κρατίας και της προσοδοθηρίας.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα των απευθείας αναθέσεων στη διάρκεια της πανδημίας, όπου σύμφωνα με έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, οι απευθείας αναθέσεις, μόνο τη διετία 21-22, εκτοξεύθηκαν στα 4,5 δισεκατομμύρια ευρώ, λίγο περισσότερο δηλαδή από το 2% του ΑΕΠ
Αντίστοιχο παράδειγμα η ανάθεση παραδοσιακών λειτουργιών της δημόσιας διοίκησης σε ιδιωτικές εταιρείες συμβούλων – πολλές φορές με το επιχείρημα πως σε αντίθετη περίπτωση τα ευρωπαϊκά κονδύλια θα λίμναζαν αναξιοποίητα.
Αλήθεια, υπάρχει καλύτερη παραδοχή απουσίας σχεδίου και αδιαφάνειας;Κρίσιμη, λοιπόν, μεταρρύθμιση η ενίσχυση των δυνατοτήτων του κράτους ώστε να αναλάβει το ρόλο του στρατηγικού συντονιστή της αναπτυξιακής διαδικασίας.
Που θα προσεγγίζει ολιστικά το αίτημα της αναβάθμισης των υποδομών της χώρας, του εθνικού συστήματος υγείας, της ενέργειας και της πράσινης μετάβασης. Φέρνοντας μαζί δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις, πιστωτικά ιδρύματα και περιφέρειες υπό ένα κοινό μεσοπρόθεσμο σχεδιασμό. Αξιοποιώντας συνέργειες, δημιουργώντας τοπικά δίκτυα, ρυθμίζοντας συναρμοδιότητες, απλοποιώντας διαδικασίες.
Τα παραδείγματα της GB Energy και της National Infrastructure Authority, δύο νέων δημόσιων οργανισμών – στο χώρο της ενέργειας και των δημόσιων υποδομών αντίστοιχα – που σχεδιάζει να ιδρύσει η νέα κυβέρνηση των Εργατικών στη Βρετανία, αυτή η πρωτοβουλία διέπεται από αυτή ακριβώς τη φιλοσοφία και τα παρακολουθούμε με ενδιαφέρον.
Τρίτος άξονας παρεμβάσεων, η χώρα χρειάζεται μεγάλη μεταρρυθμιστική προσπάθεια στο σύνολο σχεδόν των θεσμών.
Πέρα από την οργάνωση του κράτους και την αναβάθμιση των δυνατοτήτων της δημόσιας διοίκησης που μόλις ανέφερα, που ίσως αποτελεί την κομβικότερη μεταρρύθμιση όλων, είναι αναγκαίες ταυτόχρονα οι μεταρρυθμίσεις στη δικαιοσύνη – χρόνιο εμπόδιο στην προσέλκυση σοβαρών μακροχρόνιων επενδύσεων.
Είναι επίσης αναγκαία η θεσμική θωράκιση των ανεξάρτητων αρχών ώστε να προστατευθεί η λειτουργία τους που δέχεται πρωτοφανείς παραβιάσεις τα τελευταία χρόνια.
Και δεν αναφέρομαι μόνο στο θέμα των υποκλοπών, στην ανεξάρτητη αρχή για την προστασία των προσωπικών δεδομένων, στην αρχή διασφάλισης του απορρήτου των επικοινωνιών, ή στη δικαιοσύνη.
Αναφέρομαι και στην αρχή ανταγωνισμού της οποίας ο ρόλος είναι κρίσιμος στις μέρες μας και κρίσιμος για την είσοδο νέων επιχειρήσεων και την ανάπτυξη.
Είναι αναγκαία τέλος μια μεγάλη μεταρρύθμιση στο σύνολο της εκπαίδευσης, που σήμερα δεν είναι καθόλου δωρεάν, με οικογένειες να πληρώνουν δισεκατομμύρια σε δομές εκτός σχολείων.
Με ενίσχυση και στήριξη του ανθρώπινου δυναμικού σε όλες τις βαθμίδες
Με εισαγωγή νέων παιδαγωγικών μεθόδων και με έναν νέο οδικό χάρτη για την ψηφιακή συνθήκη και τους εκπαιδευτικούς θεσμούς.
Και με ιδιαίτερη μέριμνα για δωρεάν και ποιοτική προσχολική εκπαίδευση που θα δώσει τη δυνατότητα ένταξης με καλύτερους όρους στην αγορά εργασίας των νέων ζευγαριών και ιδιαίτερα των γυναικών, όπου η συμμετοχή τους στην Ελλάδα στην αγορά εργασίας είναι από τις χαμηλότερες στην Ευρώπη.
Τέταρτον, χρειαζόμαστε ένα μεγάλο εθνικό σχέδιο επενδύσεων στο ανθρώπινο κεφάλαιο, στις υποδομές, την πράσινη μετάβαση, την υγεία. Ώστε να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις οικονομικού μετασχηματισμού, προσέλκυσης κεφαλαίων σε νέες παραγωγικές και όχι υπάρχουσες δραστηριότητες, με στόχο αυτό που έθεσα από την αρχή, την επίτευξη μεσοπρόθεσμων διατηρήσιμων ρυθμών ανάπτυξης στην περιοχή του 2 % και πάνω, για την επόμενη δεκαετία, αλλιώς δεν βγαίνει.
Γνωρίζω καλά και γνωρίζουμε πολύ καλά πως, μετά την εξάντληση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, οι διαθέσιμοι πόροι για την ανάταξη του εθνικού κεφαλαιακού αποθέματος δεν θα είναι εύκολο να βρεθούν.
Και το νέο Ευρωπαϊκό Σύμφωνο Σταθερότητας περιορίζει την αύξηση των ονομαστικών πρωτογενών δαπανών της χώρας στην περιοχή του 3 με 3,5 τοις εκατό το χρόνο για τα πολλά επόμενα χρόνια.
Και όπως αντιλαμβάνεστε νωρίζω κυρίως την κρισιμότητα της οικονομικής σταθερότητας, που με τόσες θυσίες κατέκτησε ο ελληνικός λαός και που εμείς, στη δική μας διακυβέρνηση, υπηρετήσαμε με πολιτικό κόστος.
Αλλά ξέρετε η οικονομική σταθερότητα παράγει πολλαπλά οφέλη. Πρέπει να διαχέονται στο σύνολο της κοινωνίας που εργάζεται, κοπιάζει και συμβάλλει. Οικονομική σταθερότητα λοιπόν όχι σαν αυτοσκοπός, αλλά με στόχο την ευημερία και τη δικαιοσύνη.
Στο πλαίσιο αυτό, είναι αναγκαία για τη χώρα και άλλη μια μεγάλη μεταρρύθμιση στο μείγμα της φορολογίας που θα διορθώνει χρόνιες αδικίες σε βάρος των μισθωτών και των συνταξιούχων, θα αποκαθιστά την ισορροπία μεταξύ άμεσων και έμμεσων φόρων, και θα φορολογεί δίκαια τον μεγάλο πλούτο και τα πολύ υψηλά εισοδήματα.
Έχει μεγάλο ενδιαφέρον, πάλι, κάτι που επίσης επιχειρούν οι εργατικοί στη Βρετανία, να εξασφαλίσουν 40 δισ. Λιρών – 1,4 % του ΑΕΠ – στον πρώτο τους προϋπολογισμό, σε λίγες ημέρες, ώστε να κλείσουν την μεγάλη τρύπα που άφησε πίσω τους η Βρετανική δεξιά. Αναζητούν, λοιπόν πόρους στα πολύ υψηλά εισοδήματα και τον πλούτο, με στόχο να τους διοχετεύσουν σε ένα μεγάλο πλάνο επενδύσεων στις υποδομές και τη δημόσια υγεία.
Θα μου πείτε βέβαια η Ελλάδα δεν είναι Βρετανία – εδώ επιπλέον απαιτείται περαιτέρω ενίσχυση των φορολογικών αρχών με στόχο την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής, καθώς και των ρυθμιστικών αρχών ώστε να παρεμβαίνουν αποφασιστικά χτυπώντας τα ολιγοπώλια και τα καρτέλ.
Συνοψίζοντας :
Η χώρα χρειάζεται άμεσα ένα μεγάλο αναπτυξιακό σοκ, εφάμιλλο των αντίστοιχων της περιόδου Τρικούπη και Βενιζέλου για να μη χάσει οριστικά το τρένο της σύγκλισης οριστικά.
Η υλοποίηση ενός Εθνικού Σχεδίου Ανασυγκρότησης πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα με ορίζοντα το 2030.
Ένα Εθνικό Σχέδιο Ανασυγκρότησης με κεντρικό το ρόλο ενός στρατηγικού αναπτυξιακού κράτους. Ενός κράτους Ευθύνης και όχι ενός κράτους Διαπλοκής, όπως έχουμε σήμερα.
Με ορθή και διαφανή αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων.
Με μεταρρυθμίσεις σε κρίσιμους τομείς της δημόσιας διοίκησης, της δικαιοσύνης, της παιδείας και θωράκιση των θεσμών. Με σαφές, πολυετές, ρεαλιστικό, βιώσιμο πλάνο δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων κατά προτεραιότητα στους κρίσιμους τομείς των υποδομών, του ανθρώπινου κεφαλαίου, του Εθνικού Συστήματος Υγείας.
Με παρεμβάσεις για την αλλαγή του παραγωγικού προτύπου, όπως η ενίσχυση της βιομηχανίας, της μεταποίησης και της παραγωγής ποιοτικών προϊόντων διατροφής.
Με έναν τραπεζικό τομέα που στηρίζει την καινοτομία και την μικρομεσαία επιχειρηματικότητα, αντί να αναπαράγει πελατειακές πρακτικές και να στηρίζει ολιγοπώλια
Με σχέδιο και κίνητρα για την προσέλκυση νέων παραγωγικών επενδύσεων στις νέες ψηφιακές τεχνολογίες και τη καινοτομία.
Και κυρίως με αποφασιστικότητα σύγκρουσης με τα μεγάλα συμφέροντα, αλλιώς δεν γίνεται.
Αυτό είναι το περίγραμμα μιας προοδευτικής διεξόδου με στόχο τη πραγματική σύγκλιση με κοινωνική δικαιοσύνη, που έχει ανάγκη σήμερα ο τόπος. Ένα περίγραμμα που το διατρέχουν, όπως συνηθίζω να λέω, τέσσερα Α που συμπληρώνουν το ένα το άλλο:
-Ανάπτυξη μεσοπρόθεσμη, με τρόπο διατηρήσιμο, είναι η αναγκαία και βασική προϋπόθεση χωρίς την οποία η χώρα θα βρεθεί αντιμέτωπη με υπαρξιακές προκλήσεις.
-Αναδιανομή και δικαιοσύνη με στήριξη του κοινωνικού κράτους και προστασία της εργασίας – ώστε οι καρποί της ανάπτυξης να διαχέονται στο σύνολο της κοινωνίας,
-Ανθεκτικότητα – για να είναι σε θέση η χώρα να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις που θέτει η γεωπολιτική αβεβαιότητα, η κλιματική κρίση, καθώς και νέες πιθανές διαταραχές στην παγκόσμια αλυσίδα εφοδιασμού.
-Ασφάλεια – απέναντι στην αυξημένη εγκληματικότητα αλλά και απέναντι στις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης, στις δημόσιες υποδομές και συγκοινωνίες, αλλά και στις αλλαγές που φέρνει στη ζωή των ανθρώπων η μετάβαση σε ένα νέο σύνθετο περιβάλλον εργασίας με τις νέες τεχνολογίες και την ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης.
Αγαπητές φίλες και φίλοι, αγαπητοί σύντροφοι και συντρόφισσες.
Προσπάθησα όσο πιο επιγραμματικά μπορούσα να αναλύσω αυτό που αισθάνομαι σήμερα ως επιτακτική ανάγκη για αλλαγής πορείας.
Και προσπάθησα να αναδείξω το στόχο και τη κατεύθυνση, το δρόμο που πρέπει να βαδίσουμε.
Διακηρυγμένος στόχος του Ινστιτούτου μας άλλωστε, είναι η παραγωγή πολιτικής και η συνεισφορά σε έναν αναγκαίο δημόσιο διάλογο καθώς και σε αναγκαίες προγραμματικές συγκλίσεις.
Στη προηγούμενη εναρκτήρια εκδήλωσή μας τον Ιούνιο, είχα μιλήσει για την ανάγκη να δώσουμε οι προοδευτικές δυνάμεις και οι προοδευτικοί πολίτες περισσότερο χώρο στο «μαζί».
Να μάθουμε πρόσθεση και πολλαπλασιασμό και να αφήσουμε τη διαίρεση και την αφαίρεση.
Φοβάμαι ότι τους μήνες που πέρασαν συνέβη το αντίθετο. Αλλά και ταυτόχρονα οι πολιτικές εξελίξεις είναι τόσο σύνθετες που δε μπορούν να απαντηθούν με απλά εκλογικά μαθηματικά. Ίσως να μην αρκεί πια η πρόσθεση.
Σε κάθε περίπτωση τόσο οι συνθήκες όσο και ο στόχος αλλά και ο δρόμος που προσπάθησα να αναδείξω, αυτό το Εθνικό Σχέδιο Ανασυγκρότησης και οι μεγάλες μεταρρυθμίσεις και οι μεγάλες ρήξεις, προκειμένου να υλοποιηθούν απαιτούν μια μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία που θα τις στηρίζει. Και που θα αποτυπώνεται και στους πολιτικούς συσχετισμούς.
Γιατί η σημερινή ανισορροπία του πολιτικού συστήματος, αν δεν αποκατασταθεί από τα αριστερά, ο κίνδυνος είναι να αποκατασταθεί ακόμη δεξιότερα. Από την άνοδο της Ακροδεξιάς, όπως βλέπουμε να συμβαίνει σε μια σειρά από ευρωπαϊκές χώρες.
Το μόνο παρήγορο και ουσιαστικά ελπιδοφόρο είναι ότι κάτι αρχίζει σιγά σιγά να κινείται. Όχι σε επίπεδο πολιτικής αντιπολίτευσης. Εκεί ο «κανένας» συνεχίζει να προηγείται σε όλες τις δημοσκοπήσεις. Αλλά σε επίπεδο κοινωνικής αντιπολίτευσης., αυτό είναι το παρήγορο.
Άλλωστε, ας έχουμε κατά νου, χωρίς κοινωνικές διεργασίες δε μπορεί να υπάρξει πολιτικό υποκείμενο αλλαγής.
Αυτό μας δείχνει και το παράδειγμα του Νέου Λαϊκού Μετώπου στη Γαλλία, και μας θύμισε με τη παρέμβασή της σήμερα η Λουσί Καστέλς. Η συγκρότησή του δεν ήταν μια τεχνητή συγκόλληση από τα πάνω, αλλά απαίτηση της κοινωνικής αντιπολίτευσης, στις γειτονιές, τα συνδικάτα, τα πανεπιστήμια, στους χώρους δουλειάς. Από τα κάτω.
Έκφραση των αγώνων μιας κοινωνίας που έδωσε και δίνει μάχες στους δρόμους και μάλιστα πολλές από αυτές τις κερδίζει.
Έτσι κι εδώ κανένα σχέδιο μεταρρυθμίσεων και ρήξεων δε θα υλοποιηθεί αν πρώτα δεν εκφράσει και αν δεν κινητοποιήσει τη πλειοψηφία της κοινωνίας μας. Τις δυνάμεις της παραγωγής και της δημιουργίας. Της υγιούς επιχειρηματικότητας που ασφυκτιά μέσα στο πλαίσιο της διαφθοράς. Των νέων επιστημόνων μας, που συνεχίζουν να μεταναστεύουν από τη χώρα. Επιτρέψτε μου την έκφραση, των σύγχρονων μη προνομιούχων που αρχίζουν σταδιακά να συνειδητοποιούν ότι αυτή η κατάσταση πρέπει να αλλάξει. Της μεγάλης πλειοψηφίας που σήμερα δηλώνει ότι δεν τα βγάζει πέρα. Και που αργά ή γρήγορα θα απαιτήσει και θα αποκτήσει τη πολιτική εκπροσώπηση που της αξίζει.
Πηγή: ΑΥΓΗ