Η εργασιακή ζούγκλα διά στόματος ΣΕΒ
Υψηλή ανεργία, χαμηλές αμοιβές
Η Ελλάδα είναι η χώρα του ΟΟΣΑ με τα πρωτεία στην ανεργία, με χαμηλές αμοιβές, με υψηλό κίνδυνο φτώχειας και υψηλή καταπόνηση όσων εργάζονται. Ωστόσο, οι εργοδότες υπεραμύνονται των αλλαγών στην εργασία και προτείνουν κοινωνικό διάλογο για νέο θεσμικό πλαίσιο φιλικό προς την ανάπτυξη της οικονομίας
Οι νέοι, οι γέροι, οι μητέρες με μικρά παιδιά, τα άτομα με ειδικές ανάγκες και οι μετανάστες, έχουν μικρότερο ποσοστό απασχόλησης στη Ελλάδα, η οποία κατέχει το θλιβερό πρωτείο της χώρας με το μεγαλύτερο ποσοστό ανεργίας στις χώρες του ΟΟΣΑ.
Επίσης, οι αμοιβές όσων εργάζονται είναι χαμηλότερες από το μέσο όρο των χωρών του Οργανισμού και ξεπερνούν μόνο τις αντίστοιχες αμοιβές των πρώην κομμουνιστικών χωρών, της Τουρκίας και της Πορτογαλίας.
Την δραματική κατάσταση που επικρατεί στην αγορά εργασίας της Ελλάδος τα τελευταία χρόνια, περιγράφει με τα μελανότερα χρώματα ο ΣΕΒ στο τελευταίο Εβδομαδιαίο Δελτίο (02.11.2017) για την οικονομία και τις επιχειρήσεις που είναι αφιερωμένο στην αγορά εργασίας.
Μάλιστα ο ΣΕΒ χαρακτηρίζει «απογοητευτική» την κατάσταση στην ελληνική αγορά εργασίας και σημειώνει ότι οι αλλαγές που υπέστη η χώρα και οδήγησαν σε αυτή την κατάσταση ήταν «πρωτόγνωρες », αλλά «σύμφωνες με τις διεθνείς πρακτικές». Η οργάνωση των εργοδοτών αποδίδει ευθύνες στην «βίαιη δημοσιονομική προσαρμογή» και στην «υπερφορολόγιση» του ιδιωτικού τομέα, ενώ υπεραμύνεται των αλλαγών στην αγορά εργασίας, δηλαδή την προώθηση της ευελιξίας, την μερική απασχόληση και την μείωση των κατώτατων αμοιβών.
«Χωρίς τις αλλαγές αυτές η ανεργία θα είχε φθάσει σε υψηλότερα ποσοστά του 27% όπου ήταν το 2013, ενώ η ύφεση θα συνεχιζόταν με αμείωτους ρυθμούς», τονίζει ο ΣΕΒ.
Οι βιομήχανοι διαφωνούν με το αίτημα της ΓΣΕΕ, το οποίο υποστηρίζει το υπουργείο Εργασίας για την επαναφορά των συμβάσεων και των εργασιακών σχέσεων στο προ του 2012 καθεστώς, ενώ προτείνουν την έναρξη κοινωνικού διαλόγου για την δημιουργία «ενός θεσμικού πλαισίου στα εργασιακά φιλικού προς την ανάπτυξη της οικονομίας».
Τα στοιχεία για την αγορά εργασίας
Σύμφωνα με τον ΣΕΒ, η επικρατούσα κατάσταση στην ελληνική αγορά εργασίας, με βάση δείκτες απασχόλησης και ποιότητας συνθηκών εργασίας, καθώς και δείκτες παροχής ευκαιριών σε όλους, είναι μάλλον απογοητευτική.
Τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, δείχνουν ότι η Ελλάδα σήμερα, είναι η χώρα το μεγαλύτερο ποσοστό ανεργίας στις χώρες του Οργανισμού (21,6% το β’ τρίμηνο του 2017). Συγκεκριμένα:
Από τους ανθρώπους σε εργάσιμη ηλικία 15-64 ετών, σε σχέση με τις χώρες του ΟΟΣΑ όπου 2 στους 3 εργάζονται (66,4%), στην Ελλάδα μόνο οι μισοί περίπου εργάζονται (50,8% το 2015, 53% το 2017), ή το 47,7% το 2015 εάν όλοι είχαν πλήρη απασχόληση.
Oι εργαζόμενοι αμείβονται με 10,2 δολάρια ΗΠΑ την ώρα, όταν ο μέσος όρος ΟΟΣΑ είναι 16,5 δολάρια/ώρα, ενώ σε χώρες όπως η Τουρκία (5,6 δολάρια/ώρα), η Ρωσία (4,1 δολάρια/ώρα), η Πορτογαλία (8,6 δολάρια/ώρα), καθώς και πρώην κομμουνιστικές χώρες, οι αμοιβές των εργαζομένων είναι χαμηλότερες.
Όταν οι εργαζόμενοι μένουν άνεργοι, χάνουν το 32% του εισοδήματος τους, όταν ο μέσος όρος ΟΟΣΑ είναι 6,5%.
Το 64,4% των εργαζομένων είναι καταπονημένοι (δουλεύουν πολύ με λίγα μέσα) και το 11,2% δουλεύει πάνω από 60 ώρες εβδομαδιαίως, με μόνη την Τουρκία να είναι σε χειρότερη κατάσταση (76,2% καταπονημένοι με το 23,3% πάνω από 60 ώρες εβδομαδιαίως).
Το 16,1% των εργαζομένων αμείβονται με κάτω του 50% του διαμέσου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, με μέσο όρο ΟΟΣΑ 10,6%, όταν το εισοδηματικό όριο όσων αντιμετωπίζουν κίνδυνο φτώχειας ορίζεται στο 60% του διάμεσου εισοδήματος.
Οι γυναίκες αμείβονται για την ίδια δουλειά λιγότερο από τους άνδρες, με τη διαφορά στις αμοιβές να ανέρχεται σε 51,7% της αμοιβής των ανδρών, με μόνο την Κορέα, την Ιαπωνία και το Μεξικό να έχουν μεγαλύτερες διαφορές, όταν στη Σκανδιναβία η διαφορά στις αμοιβές μεταξύ των δύο φύλων περιορίζεται στο 20-25%.
Οι νέοι, οι γέροι, οι μητέρες με μικρά παιδιά, τα άτομα με ειδικές ανάγκες και οι μετανάστες, έχουν μικρότερο ποσοστό απασχόλησης, με τη διαφορά κατά μέσο όρο να ανέρχεται σε 38,1% του ποσοστού απασχόλησης της πιο απασχολήσιμης ομάδας του εργατικού δυναμικού (άνδρες 18-55 ετών). Μόνο στο Μεξικό (41,4%) και την Τουρκία (47,6%), τα ποσοστά είναι υψηλότερα, με μέσο όρο ΟΟΣΑ 25,4%.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ανάλυση του ΣΕΒ για το πώς φθάσαμε σε αυτήν την κατάσταση. Στο δελτίο της οργάνωσης τονίζονται τα εξής:
«Η ελληνική αγορά εργασίας υφίσταται τις αλλαγές στους κανόνες που θεσπίστηκαν κάτω από έκτακτες καταστάσεις (κρίση δημόσιου χρέους, ύφεση), με πρωτόγνωρες για την Ελλάδα, αν και σύμφωνες σε μεγάλο βαθμό με διεθνείς πρακτικές, διευθετήσεις στην αγορά εργασίας. Σε καμία, όμως, περίπτωση, η σχετικά κακή εικόνα στην αγορά εργασίας δεν σχετίζεται με το νέο αυτό θεσμικό πλαίσιο.
Μάλιστα συγκρίνοντας τα στοιχεία αυτά με αντίστοιχα δεδομένα πριν την κρίση βλέπουμε ότι, εκτός της υψηλής ανεργίας και της εκτιμώμενης απώλειας εισοδήματος που οφείλονται στην μακρά διάρκεια της ύφεσης, όλοι οι υπόλοιποι διαρθρωτικοί δείκτες δεν εμφανίζουν παρά οριακές μεταβολές.
Το ισχύον θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας της αγοράς εργασίας, αν μη τι άλλο, βοήθησε στην εξομάλυνση των αδιεξόδων της ανεργίας που προκάλεσε στην ιδιωτική οικονομία η βίαιη δημοσιονομική προσαρμογή. Επισημαίνεται ότι ήταν επιλογή στα διαδοχικά προγράμματα η προσαρμογή να γίνει κυρίως μέσω της υπερφορολόγησης, που μειώνει τις ιδιωτικές επενδύσεις και την ιδιωτική απασχόληση. Η επιλογή αυτή έγινε σε μια προσπάθεια αποφυγής μείωσης του μεγέθους του κράτους, με πρόγραμμα και σχέδιο ώστε να αυξηθεί η παραγωγικότητα παροχής υπηρεσιών υγείας, εκπαίδευσης και κοινωνικής προστασίας από το δημόσιο, που παραμένει σε χαμηλό επίπεδο παρά τα αλλεπάλληλα σχέδια αναδιοργάνωσής του που έχουμε δει να παρουσιάζονται κατά τη διάρκεια των μνημονίων.
Χωρίς τη μερική απασχόληση και τη μείωση του κατώτατου μισθού, καθώς και τη μεγαλύτερη ευελιξία στον καθορισμό των μισθών σε επιχειρησιακό επίπεδο, η ανεργία θα ήταν σήμερα σε ακόμη υψηλότερα επίπεδα από το υψηλό 27% του 2013, ενώ η ύφεση θα συνεχιζόταν με αμείωτους ρυθμούς.
Συνεπώς, όσοι ζητούν επαναφορά πρακτικών στις εργασιακές σχέσεις που επικρατούσαν πριν την κρίση, μετά την ολοκλήρωση των Μνημονίων τον Αύγουστο του 2018, πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι αυτή δεν πρόκειται να επιφέρει και βελτίωση της κατάστασης των εργαζομένων στην αγορά εργασίας.
Αντιθέτως, μια τέτοια επιστροφή στο παρελθόν, θα σηματοδοτήσει το τέλος της όποιας ανάκαμψης, και της συνακόλουθης αύξησης της απασχόλησης, και, την απαρχή νέων περιπετειών για το μέλλον της ελληνικής οικονομίας και εργασίας. Επείγει, συνεπώς να συμφωνηθεί μέσω του κοινωνικού διαλόγου ένα νέο, φιλικό προς την ανά