19 χρόνια μετά ο μηχανικός του ΕΞΠΡΕΣ ΣΑΜΙΝΑ μιλά για την τραγωδία

1:25 μ.μ. - Πέμπτη, 26 Σεπτεμβρίου 2019
01:09 μ.μ. - Πέμ, 26/25/2019
Image: 19 χρόνια μετά ο μηχανικός του ΕΞΠΡΕΣ ΣΑΜΙΝΑ μιλά για την τραγωδία

Μετά από 19 χρόνια ο ΑΒ μηχανικός ανοίγει τα χαρτιά του και μιλά για την τραγωδία της 26ης Σεπτεμβρίου 2000

Ήταν το βράδυ της 26ης Σεπτεμβρίου του 2000 όταν, ανοιχτά της Πάρου, γράφτηκε μια ναυτική τραγωδία που συγκλόνισε την Ελλάδα. Δεκαεννέα χρόνια μετά το ναυάγιο του ΕΞΠΡΕΣ ΣΑΜΙΝΑ, ο ΑΒ Μηχανικός (πρωτοτοδεύτερος μηχανικός) του πλοίου, Χαράλαμπος Κοντός, μοιράζεται για πρώτη φορά δημόσια τις αγωνιώδεις πρώτες στιγμές της σύγκρουσης, τον πανικό που ακολούθησε και τις προσπάθειες διάσωσης.

 
Μιλώντας στο Reader.gr, ο κ. Κοντός αναφέρεται στα τραγικά περιστατικά από εκείνη τη μέρα, στη στιγμή που βούλιαξε και ο ίδιος μαζί με το ΕΞΠΡΕΣ ΣΑΜΙΝΑ, ενώ εκφράζει την προσωπική του άποψη για το ποιος ευθυνόταν που το πλοίο «κουτούλησε» στις Πόρτες της Πάρου. Επεσήμανε δε, πως τότε ειπώθηκαν πολλές «βλακείες» όπως ότι «το βαπόρι πήγαινε με μια προπέλα που της έλειπε το πτερύγιο» και κάποιοι είδαν την τραγωδία σαν μια ευκαιρία να κερδίσουν χρήματα.
 
Τρίτη 26ης Σεπτεμβρίου, ώρα περίπου 22:12. Το ΕΞΠΡΕΣ ΣΑΜΙΝΑ που κατευθύνεται προς την Πάρο συγκρούεται στις «Πόρτες». 

 
«Βουλιάξαμε μαζί»
 
«Εγώ βούλιαξα μαζί με το βαπόρι», λέει ο Χαράλαμπος Κοντός στο Reader.gr και διηγείται πως μέχρι την τελευταία στιγμή ήταν στο ΕΞΠΡΕΣ ΣΑΜΙΝΑ μαζί με έναν «γραμματικό» (σ.σ υποπλοίαρχος).
 
Το «βαπόρι βούλιαξε και μας πήρε μαζί αλλά ήταν ρηχά. Έκανα κωλοτούμπες, μετά βγήκαμε», θυμάται και δηλώνει πως δεν θα ξεχάσει ποτέ πως όταν ναυάγησε μαζί με το πλοίο «είχε ησυχία, ήταν θεοσκότεινα, δεν έβλεπες τίποτα. Τη μία άκουγα τη φωνή του γραμματικού και εκείνος τη δική μου, την άλλη χανόταν επειδή το κύμα ήταν ψηλό και ανεβοκατέβαζε διαφορετικά τον ένα από τον άλλο. Έρχονταν στα πόδια μου πράγματα από το βαπόρι όπως ξύλα, πλαστικά. Έσκαγαν δίπλα σου και ακούγονταν. Ήταν κάπως τρομακτικό».
 
Μέχρι τη στιγμή που το ΣΑΜΙΝΑ χάθηκε για πάντα στα νερά της Πάρου, ο κ. Κοντός μαζί με τον υποπλοίαρχο έριχναν βαρελάκια και σωσίβια στη θάλασσα. Όταν βούλιαξαν μαζί με το πλοίο «βοηθήσαμε και άλλο κόσμο να μπει μέσα σε κάτι βαρελάκια που ήταν ανοιχτά. Μετά μπήκαμε και εμείς σε ένα βαρελάκι μαζί με ένα κορίτσι, 18 ή 19 ετών που είχε χτυπήσει στο πόδι του».

O κ. Χαράλαμπος Κοντός
 
Δεκαεννέα χρόνια μετά το ναυάγιο που στοίχισε τη ζωή σε 81 ανθρώπους «υπάρχουν στιγμές που μου έρχονται στο μυαλό όλα όσα συνέβησαν. Πήγε τζάμπα ο κόσμος, στα 200 μέτρα από τη στεριά».
 
«Μου βγήκε να βοηθήσω (σ.σ. την ώρα του ναυαγίου). Το είπα και στον ανακριτή τότε, που μου έλεγε για τον πρώτο μηχανικό πως την κοπάνησε με την πρώτη βάρκα. Του λέω: “τι να σας πω, ποιος ξέρει τι σκέφτηκε εκείνη την ώρα” και μου λέει “δεν είναι να σκεφτεί, είναι ναυτικός, στις υποχρεώσεις του είναι να φροντίσει για τον κόσμο που έχει μέσα, να μείνει, να βοηθήσει, εσύ γιατί κάθισες και δεν έφυγες μαζί με τη γυναίκα σου;” και του απάντησα: “γιατί έτσι αισθάνθηκα, έπρεπε να βοηθήσω αυτούς τους ανθρώπους”. Ο ανακριτής μου είπε τότε πως “αυτό έπρεπε να κάνει και ο άλλος, δεν το έκανε, εσύ το έκανες”. Εγώ ήθελα να του πω πως είναι στον χαρακτήρα του καθενός. Εμένα μου αρέσει να προσπαθώ να βοηθάω σε μια κατάσταση. Όταν κάτι γίνεται πάντα πάω μπροστά, θέλω να βοηθάω όχι να είμαι θεατής. Να πάω και να δω αν μπορώ να κάνω κάτι. Δεν είμαστε και θεοί αλλά ό,τι μπορούμε κάνουμε», αναφέρει ο κ. Κοντός στο Reader.gr.
 
«Ο Ψυχογιός (σ.σ. ο υποπλοίαρχος που είχε βάρδια την ώρα της σύγκρουσης) δεν πρόσεχε τη δουλειά του (...). Δεν πρόσεξε ότι ο καιρός έσπρωχνε το βαπόρι από την αριστερή μεριά, αυτό ήταν στον αυτόματο πιλότο και ήταν να περάσει ξυστά από τα γκρέμνα (σσ γκρεμός, τα βράχια) το είδε τελευταία στιγμή και δεν μπόρεσε να κάνει τίποτα» με αποτέλεσμα να πέσει πάνω στις Πόρτες, αναφέρει ο κ. Κοντός.
 
Σύμφωνα με τον ίδιο, εκτός από την απροσεξία του Ψυχογιού «ο κόσμος χάθηκε γιατί είχε κακοκαιρία με 9 μποφόρ και πολλοί σκοτώθηκαν στα γκρέμνα που έχει βράχια. Οι βαρκάρηδες από την Πάρο βοήθησαν πολύ κόσμο αλλά σκοτώσανε και πολύ κόσμο. Και αυτό διότι η βάρκα με την προπέλα που γυρίζει στα σκοτάδια, ενώ έχει κύματα, πλησίαζε κοντά και έπαιρνε και κανέναν (σ.σ. η προπέλα). Άμα σου πάρει το πόδι η προπέλα και αιμορραγείς, μετά από λίγο θα εξασθενήσεις. Δηλαδή εγώ ήμουν στη θάλασσα τρεις περίπου ώρες όταν βγήκα είχα αφυδάτωση. Που ήμουν τρεις ώρες, όχι να έχω χτυπήσει και να αιμορραγώ και να είμαι μέσα στη θάλασσα. Θα είχες φύγει, που να ζήσεις;».
 
Πέρασαν χρόνια για να δει ο κ. Κοντός φωτογραφίες από το κουφάρι του ΕΞΠΡΕΣ ΣΑΜΙΝΑ: «ήταν πριν από πολύ καιρό, σε ένα ντοκιμαντέρ ξένο, δύο το πρωί ήτανε. Είχε δείξει το ΕΞΠΡΕΣ ΣΑΜΙΝΑ, φαινόταν αυτό το σήμα με τα αστεράκια. Εγώ όταν βούλιαξε το ΣΑΜΙΝΑ ήμουν σε αυτό το σήμα».

 
«Δεν μπορείς να φανταστείς τι γινόταν»
 
«Δεν μπορείς να φανταστείς τι γινόταν, τι πανικό είχανε», αναφέρει ο Χαράλαμπος Κοντός για τα όσα έζησε στο ΕΞΠΡΕΣ ΣΑΜΙΝΑ και απαντώντας στις κατηγορίες πως το πλήρωμα δεν βοήθησε, πως δεν δόθηκαν σωσίβια και δεν έπεσαν σωστικές λέμβοι στη θάλασσα είναι κατηγορηματικός: «δεν έφταιγε μόνο το πλήρωμα».
 
«Ήμασταν κάτω στο μηχανοστάσιο επειδή το πλοίο ήταν έτοιμοι να φτάσει στην Πάρο. Καταλάβαμε την πρόσκρουση, πέσαμε μπροστά στην κονσόλα και κοιταχτήκαμε. Αναρωτηθήκαμε τι συνέβη. Δεν περιμέναμε ότι το πλοίο είχε βρει εκεί», θυμάται ο κ. Κοντός και συνεχίζει: «Η σύγκρουση ήταν πολύ δυνατή. Έγινε ακόμα μία πιο σιγανή. Σηκωθήκαμε να δούμε τι έγινε, έσβησε η μηχανή. Από τη μεριά που ήταν η μηχανή είχε τζάμια και από εκεί μπαίνανε νερά. Αναρωτηθήκαμε τι έγινε, τα “χάσαμε”. Έμπαιναν πολλά νερά...».
 
Αρχικά ο κ. Κοντός δεν πίστευε πως το πλοίο θα βούλιαζε καθώς «νομίζαμε ότι το καράβι βγήκε έξω στην Πάρο, νομίζαμε ότι βρήκε εκεί. Δεν φανταζόμουν ότι πήγε στις πέτρες πριν το λιμάνι».
 
Σύμφωνα με τον ίδιο τα νερά μπήκαν πρώτα στο μηχανοστάσιο «γιατί το “σκίσιμο” που έγινε ήταν δίπλα στο πτερύγιο. Ήταν γύρω στα 8,30 μέτρα και 50 πόντοι άνοιγμα».
 
Έπειτα ο κ. Κοντός μαζί με τους συναδέλφους του κατευθύνθηκαν προς την έξοδο του μηχανοστασίου, όπου «ανεβαίνεις όρθιος τα σκαλιά» και «εκεί να φανταστείς βρεχόμασταν».
 
Όταν ανέβηκε στο κατάστρωμα από το μηχανοστάσιο, «ο καπετάνιος ήταν στη γέφυρα, στη βαριόλα από την αριστερή μεριά» αλλά «άργησε γιατί έπρεπε να πει πιο γρήγορα να εγκαταλείψουμε το πλοίο» καθώς αρχικά «δεν πίστευε ότι θα συμβεί αυτό που συνέβη». Ο κ. Κοντός αντικρούει τις κατηγορίες πως έψαχναν τον καπετάνιο μετά την πρόσκρουση, ωστόσο «αν ανέβηκε στη γέφυρα την ώρα που έγινε η πρόσκρουση, εγώ δεν το γνωρίζω. Αλλά την ώρα που ανέβηκα εγώ πάνω ήταν στη βαριόλα».
 
«Ο κόσμος είχε πανικοβληθεί, ήταν δύσκολο να τον κουμαντάρεις, να τον βάλεις σε μια σειρά» σχολιάζει και αναφέρεται στις σωστικές λέμβους, κάποιες από τις οποίες δεν μπορούσαν να κατέβουν στη θάλασσα εξαιτίας ανθρώπων που δήλωσαν «παλιοί ναυτικοί» από την Πάρο και έκαναν μόνοι τους ενέργειες, αψηφώντας το πλήρωμα.
 
«Όταν ανεβήκαμε πάνω και είδαμε τι συνέβη και πρέπει να εγκαταλείψουμε το πλοίο, πήγαμε να ρίξουμε βάρκες και ήταν καθισμένες στους πύρους (σ.σ. οι ασφάλειες της σωστικής λέμβου). Η πρώτη βάρκα που πήγαμε να ρίξουμε, που βρέθηκα εγώ εκεί, ήταν καθισμένη σε αυτούς τους πύρους. Δεν τους είχαν τραβήξει. Και σε αυτό δεν ευθύνεται το πλήρωμα αλλά κάποιοι που λέγανε ότι ήταν από την Πάρο παλιοί ναυτικοί και έκαναν ενέργειες για να ρίξουν τις βάρκες. Το οποίο δημιούργησε αυτό που δημιουργήθηκε: Πήγανε να ρίξουν τις βάρκες και μαγκώσανε στους πύρους. Έπρεπε η βάρκα λίγο να ξαναβιραριστεί (σ.σ. να τραβηχτεί προς τα πάνω) ώστε να τραβήξουνε τους πύρους για να πέσει στη θάλασσα».
 
Μάλιστα εκείνη τη στιγμή υπήρχαν και άνθρωποι οι οποίο ήθελαν να μπουν στις σωστικές λέμβους με τις βαλίτσες τους και αντιδρούσαν, θυμάται ο κ. Κοντός.
 
«Οι Έλληνες προσπαθούσανε να μπούνε μέσα στις βάρκες με τις βαλίτσες τους και όταν τους έλεγες “ρε που πάτε με τις βαλίτσες;” έκαναν επανάσταση να σε σκοτώσουν. Παίρνανε τις βαλίτσες τους μαζί λες και πηγαίνανε εκδρομή», λέει στο Reader.gr. Σε ερώτηση για το αν υπήρξαν χειροδικίες απαντά «ναι» και σχολιάζει πως «γινόταν ένας πανικός».

 
Ήταν πάνω από 500 άτομα στο ΕΞΠΡΕΣ ΣΑΜΙΝΑ που «πανικοβληθήκανε και βάλε εσύ να τα κουμαντάρεις, αν θέλουν. Για παράδειγμα ήταν μια οικογένεια ξένη με δύο μωρά και τα είχανε αγκαλιά, η γυναίκα είχε το μικρό στην αγκαλιά και ο άνδρας το πιο μεγάλο. Ήταν τόσο ήρεμοι. Κάθονταν στη σειρά και τους σπρώχνανε, τους κάνανε άκρη οι δικοί μας οι Έλληνες με τις βαλίτσες να περάσουν και δεν άφηναν τους ανθρώπους με τα μωρά να μπούνε μέσα. Τους βοήθησα για να μπουν μέσα στη βάρκα».
 
Ο κ. Κοντός θυμάται έναν επιβάτη που «έπεσε από τη μεριά που έγερνε το βαπόρι, πήδηξε και έπεσε πάνω στη λαμαρίνα. Από τον πανικό τους έκαναν πράγματα που δεν έπρεπε να τα κάνουν. Δεν μπορείς να τους κουμαντάρεις όλους».
 
Πολλοί «δεν πήγαν στις θέσεις για να περιμένουν να μπουν στις βάρκες και τα βαρελάκια. Υπήρχε μία ανεμόσκαλα, την είχανε ρίξει και κατέβαινε κόσμος. Άλλος πήγε στην ανεμόσκαλα, κατέβηκε δύο σκαλιά και δεν κατέβαινε άλλο, φοβόταν. Και οι άλλοι προσπαθούσαν και πέρναγαν από πάνω του. Καταλαβαίνεις τι γινόταν. Ρίξαμε και άλλη ανεμόσκαλα. Και μποτιλιαρίστηκε ο κόσμος στα σκαλιά: δεν κατεβαίναν γρήγορα, πηγαίναν άλλοι, σπρώχνανε τον άλλο από κάτω. Δεν πηγαίνανε να κατέβουνε. Με την ανεμόσκαλα θα κατέβαιναν και θα επέπλεαν μέσα στη θάλασσα. Ήταν ρηχά, ήταν κοντά. Μέσα στη θάλασσα υπήρχαν τα βαρελάκια, όπως μπήκαμε εμείς θα έμπαιναν και αυτοί. Και χωρίς να μπεις στο βαρελάκι, απλά να το κρατάς, είναι φουσκωτό σαν κουλούρα. Δεν έκαναν αυτό. Δεν κατέβαιναν από τη σκάλα, προσπαθούσαν οι άλλοι να κατέβουνε, ο άλλος πήδηξε βρήκε στη λαμαρίνα και χτύπησε. Πάνω σε όλο αυτό τον πανικό... Έγινε και πολύ σύντομα. Δεν ήταν δύο ώρες να βουλιάξει να πεις θα το κάνουμε όμορφα, δεν υπήρχε ώρα, όλα έγιναν γρήγορα. Σε ένα εικοσάλεπτο, 25 λεπτά, είχε βουλιάξει το βαπόρι».

 
«Βάρκες έπεσαν στη θάλασσα», δηλώνει κατηγορηματικά στο Reader.gr ο κ. Κοντός και επισημαίνει πως «ήταν περίεργο το μέρος, ήταν θεοσκότεινα και δεν έβλεπες».
 
Δύο σωστικές λέμβοι «βρέθηκαν στα γκρέμνα» διαλυμένες και «άλλοι σώθηκαν, άλλοι χτύπησαν, άλλοι σκοτώθηκαν» καθώς «παρόλο που φαίνονται τα φώτα της Πάρου μπροστά έχει γκρέμνα τα οποία δεν φαίνονται. Το κύμα ήταν δυνατό και σε πήγαινε πάνω στα γκρέμνα».

 
Ο Χαράλαμπος Κοντός ταξίδευε μαζί με την σύζυγό του τη μέρα του ναυαγίου. Αφού την έβαλε στην πρώτη σωστική λέμβο που κατάφερε να εγκαταλείψει ΕΞΠΡΕΣ ΣΑΜΙΝΑ, διαπίστωσε πως μέσα βρίσκονταν «και κάποιοι ναυτικοί που δεν έπρεπε να φύγουν, ήταν η πρώτη βάρκα».
 
«Η βάρκα που επέβαινε η σύζυγός μου βγήκε στο λιμάνι συνοδεία δύο καϊκιών. Μου είπε πως τους έλεγαν να μην κατευθύνονται προς τα φώτα και να τους ακολουθήσουν. Έκαναν τον κύκλο και βγήκαν στο λιμάνι, ενώ όσοι ακολούθησαν τα φώτα έπεσαν στα γκρέμνα», αναφέρει.
 
«Δεν μπορείς να φανταστείς τι γινόταν... Ο άνθρωπος είναι δύσκολο “εμπόρευμα” σε ένα βαπόρι, να το πω έτσι, γιατί ο καθένας κάνει τα δικά του. Δεν έχω συμφέρον να υποστηρίξω τη συγκεκριμένη εταιρεία, απλώς θέλω να πω πως έβλεπα εγώ τα πράγματα. Ναι, κάπου μπορώ να πω ήταν λάθος αυτό ή αυτό. Εγώ πιστεύω ότι οι ίδιοι οι άνθρωποι τα δημιουργούν αυτά. Πιστεύω ότι το βαπόρι δεν θα πάθαινε τίποτα άμα ο άλλος πρόσεχε τη δουλειά του και δεν το έριχνε πάνω στα γκρέμνα», λέει ο κ. Κοντός.
 
«Ο Ψυχογιός δεν πρόσεχε στη δουλειά του. Άμα πρόσεχε δεν θα γινόταν αυτό που έγινε. Για εμένα αυτός ευθύνεται για όλο αυτό που έγινε. Όχι όμως ότι την είχε κοπανήσει από τη γέφυρα που λέγανε. Ήταν εκεί, είχε βάρδια. Μπορεί να μην πρόσεχε γιατί είχε αγώνα και είχε μία τηλεόραση εκεί και χάζευε, μπορεί να μην κοίταζε τη δουλειά του γιατί είναι ρουτίνα το κάνουνε κάθε μέρα, μπορεί να μην έδωσε την κατάλληλη προσοχή, αλλά ήτανε εκεί. Αυτοί λένε ότι ήταν πρίμα και έκανε καμάκι σε κάτι τουρίστριες. Αυτά είναι βλακείες, δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα. Άλλες ώρες που δεν έχει βάρδια μπορεί να πάει τη βόλτα του να κάνει ό,τι θέλει. Αλλά τη στιγμή που είχε τη βάρδια του ήταν εκεί. Αυτά είναι βλακείες που λένε», δηλώνει στο Reader.gr ο Χαράλαμπος Κοντός.
 
Όταν ναυάγησε το ΕΞΠΡΕΣ ΣΑΜΙΝΑ «είπανε πολλά, όπως ότι έλειπε το ένα πτερύγιο από την προπέλα. Αυτά είναι όλα βλακείες, γι αυτό δεν ήθελα να μιλήσω. Λέγανε πως πήγαινε το βαπόρι με μια προπέλα και έλειπε το ένα πτερύγιο από τη μία προπέλα και έχανε, γι αυτό έστριβε και πήγαινε δεξιά και πήγε πάνω στον γκρέμνο. Βλακείες».

 
Ο Χαράλαμπος Κοντός αναφέρει στο Reader.gr πως «είχε κάνει καιρό που έσπρωχνε το βαπόρι από την αριστερή μεριά» και το ΕΞΠΡΕΣ ΣΑΜΙΝΑ «ήταν στον αυτόματο πιλότο και ήταν να περάσει έξι στάδια από τα γκρέμνα. Αλλά ο καιρός από πιο νωρίς, είχε αυτή την πορεία για την Πάρο, το έσερνε και το πήγε κοντά στα γκρέμνα. Δηλαδή να περάσει ξυστά από τα γκρέμνα».
 
«Αυτός δεν πρόσεξε (σ.σ. Ψυχογιός) ότι το καράβι έχει ξεσύρει και το έχει πάει κοντά στα γκρέμνα, το είδε τελευταία στιγμή, δεν μπόρεσε να κάνει τίποτα και έπεσε πάνω. Αυτό το πράγμα έγινε. Δηλαδή λίγο ακόμα θα είχε κουτουλήσει πάνω, δεν θα είχε “ξύσει”. Λίγο ακόμα να το είχε σπρώξει ο καιρός θα κουτούλαγε. Πήγαινε με 19,5 μίλια και αν κουτουλούσε, αυτό το απότομο που θα γινόταν κάποιοι θα χτυπούσαν αλλά δεν θα χάνονταν τόσοι. Δεν θα χάνονταν 81 άτομα».
 
Ένα δρομολόγιο ρουτίνας μεταβλήθηκε σε εφιάλτη 
 
Ήταν Τρίτη 26 Σεπτεμβρίου 2000 όταν το ΕΞΠΡΕΣ ΣΑΜΙΝΑ ξεκίνησε το τελευταίο του ταξίδι.
 
Το δρομολόγιο ρουτίνας Πάρος-Νάξος-Ικαρία-Σάμος-Πάτμος δεν ολοκληρώθηκε όταν περίπου στις 22:21 το ΕΞΠΡΕΣ ΣΑΜΙΝΑ προσέκρουσε στον ύφαλο «Πόρτες» στα δυτικά του λιμένα της Πάρου. Το πλοίο υπέστη ρήγμα μήκους περίπου τριών μέτρων και το νερό κατέκλυσε γρήγορα το μηχανοστάσιο με αποτέλεσμα να υπάρξει μεγάλη κλίση. Η βύθιση έγινε σε περίπου 25 λεπτά. Έχασαν τη ζωή τους 81 άνθρωποι.
 
****Oι Πόρτες της Πάρου: Καθίστανται επικίνδυνες επειδή βρίσκονται πάνω στις ακολουθούμενες πορείες των πλοίων που συνδέουν το νησί με τη Σύρο και τον Πειραιά. Έχουν φως, το οποίο μπορεί να μην γίνει γρήγορα αντιληπτό εξαιτίας των φώτων της Παροικιάς (πόλη της Πάρου). Τη σοβαρή επικινδυνότητα αυτών γνωρίζουν όλοι οι σημερινοί ακτοπλόοι, αξιωματικοί και μη, των πλοίων που κινούνται στο Αιγαίο Πέλαγος. 
 
Αρχικά το περιστατικό δεν ενέπνευσε ανησυχία στο υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας, παρόλο που επιβαίνοντες είχαν επικοινωνήσει δια τηλεφώνου με τους τηλεοπτικούς σταθμούς.
 
Μετά από αρκετή ώρα το Λιμεναρχείο Πάρου διατάσσει όλα τα παραπλέοντα σκάφη να σπεύσουν στον τόπο του ναυαγίου με πρώτους να φτάνουν στο σημείο του ναυαγίου οι ψαράδες, ενώ στην συνέχεια και σκάφη του Λιμενικού.
 
Επιβάτες που σώθηκαν υποστήριξαν ότι δεν ειδοποιήθηκαν από τη σειρήνα έκτακτης ανάγκης, πως δεν είχε φώτα το πλοίο μετά τη σύγκρουση, πως δεν ειδοποιήθηκαν από τα μεγάφωνα.
 
 
Το επιβατικό-οχηματαγωγό άνηκε στην εταιρεία Minoan Flying Dolphins του εφοπλιστή Παντελή Σφηνιά και είχε αναχωρήσει από το λιμάνι του Πειραιά με 533 άτομα, εκ των οποίων τα 472 ήταν επιβάτες και τα 61 πλήρωμα.
 
Το Νοέμβριο του 2000, λίγους μήνες μετά το τραγικό συμβάν, ο πρόεδρος της πλοιοκτήτριας εταιρείας, Παντελής Σφηνιάς, δίνει τέλος στη ζωή του πέφτοντας από τον έκτο όροφο των γραφείων του στην οδό Κονδύλη στον Πειραιά.
 
«Θέλανε να βγάλουνε λεφτά»
 
Σε ερώτηση για το αν λίγα λεπτά μετά τη σύγκρουση τα φώτα στο ΕΞΠΡΕΣ ΣΑΜΙΝΑ έσβησαν ο κ. Κοντός απαντά πως «υπήρχανε γιατί εγώ όταν ανέβηκα από το μηχανοστάσιο έβλεπα λόγω των φώτων. Μάλιστα λέγανε κάποιοι επιβάτες ότι είχε πιάσει φωτιά. Δεν είχε πιάσει φωτιά. Απλώς το βαπόρι άρχισε να παίρνει κλίση αμέσως και όπως ήταν ο αέρας, από τη μηχανή, αυτή η κάπνα, έλεγαν πως είχε πάρει φωτιά. Η μηχανή ήταν ζεστή».
 
«Η μηχανή εγώ όταν ανέβηκα πάνω δούλευε, την άκουσα. Και μάλιστα ο καπετάνιος στην κουπαστή ήταν στα 20 μέτρα, τον έβλεπα κανονικά. Τι δεν είχε φώτα που λέγανε; Αφού τον έβλεπα», αναφέρει.
 
«Περνάει ένα μικρό διάστημα από τη στιγμή που θα γίνει το μπλακ άουτ για να δοθεί ρεύμα, το οποίο είναι ένα λεπτό. Σε ένα λεπτό άμα σκοτείνιασε, γιατί ήταν θεοσκότεινα δεν υπήρχαν ούτε αστέρια, αν τους έμεινε μέσα τους το σκοτάδι, τι να πω», λέει ο κ. Κοντός
 
Ο κ. Κοντός τονίζει πως «λέγανε πολλά γιατί μπήκανε και πολλοί δικηγόροι, θέλανε να βγάλουνε λεφτά. Αυτοί το βρήκανε, όσοι σωθήκανε και τα λοιπά και σαν κουμπαρά. Κάποιοι τους δασκαλέψανε ότι έπρεπε να πουν διάφορα πράγματα και θα ζητήσουν λεφτά από την ασφάλεια και θα τα πάρουνε. Και έτσι όλοι αυτοί πήγαν και ζητούσαν αποζημιώσεις και όλα αυτά. Οτιδήποτε πεις και μπορέσεις να αποδείξεις ότι είναι σε αθλία κατάσταση το βαπόρι, τόσο πιο πολλά λεφτά θα πάρουνε».
 
«Πολλά από αυτά που είπαν ήταν ψέματα. Η αλήθεια ήταν πως είχε παλιά σωσίβια, δεν τα είχαν αλλάξει όλα. Αλλά δεν πιστεύω πως χάθηκε κόσμος επειδή ήταν παλιά τα σωσίβια. Κατηγορούσαν το βαπόρι πως δεν είχε καινούρια σωσίβια, αλλά από αυτό δεν θα έφυγε κόσμος. Ο κόσμος φορούσε σωσίβια. Το θέμα ποιο είναι; Μέσα στη θάλασσα τα καΐκια, άλλος έπεσε από τη μεριά που έγερνε το βαπόρι και έπεσε πάνω. Από τον πανικό τους έκαναν πράγματα που δεν έπρεπε να τα κάνουν. Δεν μπορείς να τους κουμαντάρεις όλους», τονίζει ο κ. Κοντός.
 
Ο Χαράλαμπος Κοντός εργαζόταν στο ΕΞΠΡΕΣ ΣΑΜΙΝΑ ως ΑΒ Μηχανικός για «περίπου τέσσερις με επτά μέρες».
 
Σύμφωνα με τα όσα είπε στο Reader.gr, είχε πάρει τη θέση του μηχανικού που μερικές μέρες νωρίτερα είχε κάνει καταγγελία ότι το ΣΑΜΙΝΑ ήταν γερασμένο, οι μηχανές σε πολύ κακή κατάσταση, πως οι υδατοστεγείς πόρτες δεν επαρκούσαν, πως δεν είχε γίνει συντήρηση και ήταν προβληματική η λειτουργία των ηλεκτρικών συστημάτων.
 
«Ο καθένας μπορεί να λέει τα δικά του», λέει ο κ. Κοντός αναφερόμενος στην καταγγελία και συνεχίζει: «Δεν ξέρω για ποιο λόγο το έκανε, μάλλον είχε παρεξηγηθεί με τον κόσμο που ήταν στο καράβι και ήθελε να δημιουργήσει ένα σκηνικό».
 
Οι καταγγελίες του μηχανικού είχαν οδηγήσει στη διεξαγωγή δύο εκτάκτων επιθεωρήσεων του Κλάδου Ελέγχου Εμπορικών Πλοίων ο οποίος διαπίστωσε πως οι δεν ευσταθούσαν και έδωσε στο πλοίο πιστοποιητικό ασφαλείας με αποτέλεσμα να συνεχίσει να ταξιδεύει.
 
«Τη ημέρα πριν φύγουμε από τον Πειραιά, μπήκε μέσα επιθεώρηση. Πήγαμε μαζί, ζήτησε να δει διάφορα πράγματα και τα λοιπά. Τα βάλαμε όλα μπροστά ήταν όλα κανονικά. Τώρα, αυτό γιατί το είπε... Είπε πως υπήρχε ένα πρόβλημα με τα χειριστήρια αλλά το είχαν διορθώσει, γιατί πως ταξίδευε το βαπόρι;», θυμάται ο κ. Κοντός.

 
«Το πρώτο δικαστήριο που έγινε ήταν στον Πειραιά. Στον πάνω-πάνω όροφο. Εκεί πήγα για να μπορέσω να ξαναταξιδέψω. Μου έδωσαν το χαρτί αυτό, πήγα όλα τα στοιχεία και τα λοιπά. Μετά από λίγο καιρό που ο Εφέτης Ανακριτής είχε οργανώσει και μαζέψει τα στοιχεία φώναζε έναν-έναν ναυτικό στη Σύρο. Έτσι με φώναξε και εμένα και πήγα στη Σύρο. Αυτός έβγαζε αν είσαι ένοχος ή αν δεν είσαι. Αν θεωρούσε πως είσαι ένοχος σε μάζευαν εκείνη την ώρα», θυμάται ο κ. Κοντός.
 
Σύμφωνα με τον ίδιο, ο Εφέτης Ανακριτής «μου έδωσε συγχαρητήρια γι αυτά που έκανα. Γιατί του είχαν πει και άλλοι για εμένα. Αυτός όπως εμένα με ρώταγε για άλλους ρώταγε και τους άλλους για εμένα. Όταν πήγα εκεί και με ρώτησε και του είπα αυτά που του είπα, ήμουν από τις δέκα το πρωί μέχρι τις 8:20 το βράδυ με ένα ποτήρι νερό, 50 φορές μου έκανε τις ίδιες ερωτήσεις με διαφορετικά λόγια, αφού έβγαλε το συμπέρασμά του μου είπε “μπράβο, συγχαρητήρια, τι θα κάνεις τώρα;” του λέω “ταξιδεύω και τώρα” μου λέει “άρα θα συνεχίσεις;” λέω “βεβαίως” και μου είπε “εύχομαι σε όλα τα υπόλοιπα ταξίδια να μην σας συμβεί κάτι τέτοιο”».
 
Δεκαεννέα χρόνια μετά το ναυάγιο του ΕΞΠΡΕΣ ΣΑΜΙΝΑ, ο Χαράλαμπος Κοντός δεν παράτησε ποτέ τη δουλειά του καθώς «δεν με τρομοκράτησε αυτό που έγινε. Μου αρέσει αυτό που κάνω». Σύμφωνα με τα όσα είπε στο Reader.gr, ο γραμματικός που βούλιαξε μαζί του στο ΕΞΠΡΕΣ ΣΑΜΙΝΑ πλέον εργάζεται ως καπετάνιος. Ο ίδιος δεν έχει επαφές με κάποιον από το πλήρωμα καθώς εργαζόταν λίγες μέρες μέχρι να γίνει το ναυάγιο.
 
Ο επιβάτης
 
Ένας από τους επιζώντες είναι Ιωάννης Ρούσσος, τότε 49 ετών με καταγωγή από τη Νάξο.
 
Μιλώντας στο Reader.gr σχολιάζει πως «ευτυχώς ταξίδευα μόνος» και καταγγέλλει πως «το καράβι δεν είχε στεγανά, τα είχαν κόψει για να μπουν περισσότερα αυτοκίνητα».
 
Ο κ. Ρούσσος υποστήριξε στο Reader.gr πως δεν υπήρξε ειδοποίηση και ότι ο ίδιος κατάλαβε τι συνέβη «γιατί ξέρω από θάλασσα».
 
«Εγώ όταν τράκαρε το καράβι βγήκα στο κατάστρωμα. Λέω “τέτοιο σαπάκι που είναι θα βουλιάξει”. Με άκουσε ένας λοστρόμος και μου λέει “μη λες έτσι”», δηλώνει στο Reader.gr.
 
«Έδεσα καλά τα παπούτσια μου γιατί τα βράχια στο σημείο είναι ηφαιστειογενή και αν έφτανα στην ακτή δεν θα μπορούσα να περπατήσω», θυμάται. Αφού κολύμπησε για τέσσερις συνεχόμενες ώρες, ο κ. Ρούσσος έφτασε στην ακτή όπου αντίκρισε «δέκα σορούς στα βράχια».
 
«Εκείνη τη στιγμή το μόνο που σκέφτεσαι είναι πως θα επιβιώσεις. Όταν έφτασα στην ακτή είχα κράμπα στο πόδι μου, είχα “κάψει” τον τένοντα του δεξιού μου χεριού. Έκτοτε έχω πρόβλημα, δεν μπορώ να σηκώσω πάνω από δέκα κιλά», αναφέρει.
 
Δεκαεννέα χρόνια μετά την τραγωδία ο κ. Ρούσσος ταξιδεύει ακόμα και δεν του έχει μείνει καμία φοβία.
 
Εξάλλου ο ίδιος δηλώνει πως γνώριζε τη θάλασσα από παλιά.
 
Ο πραγματογνώμονας
 
Ο δύτης Κώστας Θωκταρίδης συμμετείχε στις έρευνες μετά το ναυάγιο του ΕΞΠΡΕΣ ΣΑΜΙΝΑ. Καταδύθηκε αρκετές μέρες μετά την τραγωδία, «σίγουρα πάνω από είκοσι». Συνολικά καταδύθηκε στο ΕΞΠΡΕΣ ΣΑΜΙΝΑ ως πραγματογνώμονας 111 φορές και ερασιτεχνικά μία φορά, κατά τη διάρκεια της οποίας τράβηξε φωτογραφίες.
 
Σε ερώτηση για το αν πιστεύει πως δικαιώθηκαν τα θύματα απαντά: «είναι πολύπλευρο και πολύπλοκο για να απαντήσει κάποιος. Θεωρώ τουλάχιστον από πλευράς μου ότι έκανα αυτό που έπρεπε. Δηλαδή είχα παρουσία στο δικαστήριο και κατέθεσα, απάντησα σε όλα τα ερωτήματα που μου ετέθησαν. Είναι πολύ σχετικό το τι ήθελε ο κάθε εμπλεκόμενος αλλά θεωρώ ότι έγινε μια πολύ μεγάλη δίκη σε διάρκεια, νομίζω ότι στα ελληνικά ναυτικά χρονικά πολύ λίγες φορές γίνεται τόσο αναλυτική δίκη, δίνεται τόση σημασία σε ένα ναυτικό ατύχημα. Πιστεύω ότι νομικά εξαντλήθηκε το θέμα όσο ποτέ».
 
«Είχα κατέβει αρκετές μέρες μετά ως πραγματογνώμονας. Ήμουν διορισμένος πραγματογνώμονας. Ήταν στα πλαίσια της προανάκρισης, είχα συγκεκριμένα ερωτήματα που μου είχαν αναθέσει οι ανακριτικές αρχές οπότε έπρεπε να απαντήσω. Οπότε εργάστηκα πάνω σε αυτά τα ερωτήματα και αυτό διήρκησε σχεδόν τρία χρόνια», λέει ο κ. Θωκταρίδης στο Reader.gr.
 
«Σε αυτές τις περιπτώσεις επικεντρωνόμαστε στο αντικείμενο, δηλαδή στον στόχο μας, στο αντικείμενο που πρέπει να εκτελέσουμε οπότε δεν υπάρχει πολύ μεγάλη δυνατότητα για συναισθηματισμό. Είμαι επαγγελματίας όλη μου τη ζωή», αναφέρει ο κ. Θωκταρίδης στο Reader.gr.
 
Σύμφωνα με τον ίδιο, «υπήρχαν τεχνικά θέματα που έπρεπε να λυθούν οπότε οι δυσκολίες ήταν πολύ μεγάλες. Στις περισσότερες περιπτώσεις έμπαινα στο εσωτερικό του πλοίου, συνέχεια. Οπότε αυτό που με ενδιέφερε περισσότερο αφενός η ασφάλεια σε πρώτη φάση, δηλαδή να κινηθώ χωρίς να κινδυνέψω, να μπορέσω να επιστρέψω με ασφάλεια και σε δεύτερη φάση να ολοκληρώσω την αποστολή μου που ήταν να απαντήσω σε ερωτήματα, να φωτογραφήσω ή να μετρήσω».
 
Κατά τη διάρκεια των ερευνών στο ΕΞΠΡΕΣ ΣΑΜΙΝΑ, «συμμετείχαν δύο ή τρεις ομάδες. Ήμουν διορισμένος από την ανακριτική αρχή, από το Λιμεναρχείο και το Εφετείο. Απλά οι ομάδες ήταν ανεξάρτητες μεταξύ τους, είχαν ξεχωριστά ερωτήματα η κάθε μία».
 
Ο κ. Θωκταρίδης δεν είχε «προσωπική επαφή με κανέναν επιζώντα, δεν είχα γνωρίσει κάποιον. Στο δικαστήριο είχα δει πολύ κόσμο που είχε παρακολουθήσει τη δίκη, είχε γίνει σε ένα αμφιθέατρο στον Άρειο Πάγο».
 
Οι δικαστικές ποινές
 
Ο καπετάνιος του ΕΞΠΡΕΣ ΣΑΜΙΝΑ Βασίλης Γιαννακάκης καταδικάστηκε πρωτόδικα σε ποινή φυλάκισης 16 χρόνων, ενός μήνα και 15 ημερών. Αργότερα η ποινή μειώθηκε σε 11 χρόνια, 11 μήνες και 25 ημέρες. Ο Γιαννακάκης κρίθηκε ένοχος για:
 
διατάραξη ασφάλειας της υδάτινης συγκοινωνίας με ενδεχόμενο δόλο από την οποία επήλθε θάνατος ανθρώπων
ναυάγιο από αμέλεια
ανθρωποκτονία από αμέλεια κατά συρροή
σωματικές βλάβες από αμέλεια κατά συρροή
μη αυτοπρόσωπη διεύθυνση πλοίου από πλοίαρχο σε πλου με δυσχερή σημεία
Το 2010 ο Άρειος Πάγος μείωσε την ποινή του, ενώ είχε ήδη αποφυλακιστεί, σε 5 έτη και 6 μήνες για διατάραξη μόνο της ασφάλειας της υδάτινης συγκοινωνίας και για τα πλημμελήματα του ναυαγίου από αμέλεια και της μη αυτοπρόσωπης διεύθυνσης πλοίου, με σκοπό οποιασδήποτε ποινικής δίωξης στο μέλλον έχοντας το δικαίωμα να στραφεί κατά του Δημοσίου για την αξίωση αποζημίωσης.
 
Ο υποπλοίαρχος Αναστάσιος Ψυχογιός καταδικάστηκε πρωτόδικα σε:
 
σε κάθειρξη 19 χρόνων, ενός μήνα και 15 ημερών και αργότερα μειώθηκε σε 12 χρόνια, 9 μήνες και 25 ημέρες για:
διατάραξη ασφάλειας της υδάτινης συγκοινωνίας με ενδεχόμενο δόλο από την οποία επήλθε θάνατος ανθρώπων
ναυάγιο από αμέλεια
ανθρωποκτονία από αμέλεια κατά συρροή
σωματικές βλάβες από αμέλεια και κατά συρροή.

****Αριστερά ο Βασίλης Γιαννακάκης και δεξιά ο Αναστάσιος Ψυχογιός
 
Ο ύπαρχος Γιώργος Τριαντάφυλλος καταδικάσθηκε πρωτόδικα σε ποινή φυλάκισης 8 χρόνων, 9 μηνών και 28 ημερών που αργότερα μειώθηκε σε 5 χρόνια και 28 ημέρες (εξαγοράσιμη) για:
 
διατάραξη ασφάλειας της υδάτινης συγκοινωνίας από αμέλεια
ανθρωποκτονία από αμέλεια κατά συρροή
πρόκληση σωματικών βλαβών από αμέλεια κατά συρροή
έκθεση με ενδεχόμενο δόλο κατά συρροή
εγκατάλειψη πλοίου χωρίς τη συναίνεση πλοιάρχου
Ο Α' μηχανικός Γεράσιμος Σκιαδαρέσης καταδικάσθηκε σε ποινή φυλάκισης πρωτόδικα 8 χρόνων, 6 μηνών και 28 ημερών και αργότερα η ποινή μειώθηκε σε 7 χρόνια, πέντε μήνες και 28 ημέρες (εξαγοράσιμη) για:
 
πρόκληση ναυαγίου από αμέλεια
ανθρωποκτονία από αμέλεια κατά συρροή
πρόκληση σωματικών βλαβών από αμέλεια κατά συρροή
έκθεση με ενδεχόμενο δόλο κατά συρροή
Ο ασυρματιστής Δημήτρης Τσούμας καταδικάστηκε πρωτόδικα σε φυλάκιση 15 μηνών, με 3ετή αναστολή, ενώ αργότερα μειώθηκε σε 10 μήνες με τριετή αναστολή για: εγκατάλειψη πλοίου χωρίς συναίνεση πλοιάρχου.
 
Ο διευθύνων σύμβουλος και πρόεδρος της τότε πλοιοκτήτριας εταιρείας Νικόλαος Βικάτος και Κωνσταντίνος Κληρονόμος καταδικάσθηκαν πρωτόδικα σε φυλάκιση 4 χρόνων, τριών μηνών και τριών ημερών, ενώ αργότερα η ποινή μειώθηκε σε φυλάκιση 21/2 ετών και 2 ημερών (εξαγοράσιμη) για έκθεση κατά συρροή με ενδεχόμενο δόλο.
 
Η ελληνική ακτοπλοΐα το 2019
 
Στην ετήσια έκθεσή της που δημοσιεύτηκε τον Αύγουστο του 2019, η XTRC (εταιρεία που δραστηριοποιείται από το 1999 στη ναυτιλιακή χρηματοδότηση και την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών προς τις ναυτιλιακές Επιχειρήσεις) επισημαίνει την ανάγκη ανανέωσης του του ακτοπλοϊκού στόλου στην Ελλάδα λόγω παλαιότητας:
 
Το 60% των πλοίων είναι άνω των 22 ετών
Το ένα τέταρτο εί