
Μια άλλη προσέγγιση μακριά από στερεότυπα και εμμονές, σε ένα μεγάλο αφιέρωμα από «ΤΟ ΒΗΜΑ»
Κάθε τόπος έχει τη δική του ιστορία, τους ανθρώπους και τις ιστορίες του και ως είθισται κάθε νόμισμα έχει δύο όψεις. Στο μεγάλο αφιέρωμα ΤΟΥ ΒΗΜΑΤΟΣ (δείτε εδώ αναλυτικά όλο το αφιέρωμα) για την Κρήτη, παρουσιάζεται το νησί μακριά από τους στιγματισμούς και τα στερεότυπα. Άνθρωποι που προσφέρουν, από το πόστο τους, το δικό τους έργο και αναδεικνύουν το καλό πρόσωπο του τόπου και όχι αυτό που «σημαδεύουν» τα κακώς κείμενα. Εξάλλου, παντού υπάρχει το καλό και το κακό, το θέμα είναι ποιο από τα δύο θα φέρεις στην επιφάνεια.
Κάποιες από τις ιστορίες του αφιερώματος τις μεταφέρουμε εδώ. Προσωπικές αφηγήσεις, μνήμες, αλλά και πράξεις που συνθέτουν την πραγματική Κρήτη.
Η Ευαγγελία Ορφανουδάκη είναι παιδαγωγός και αφηγήτρια περιγράφει το νησί με μία λέξη: «πάθος». «Υπάρχει πάθος στους Κρητικούς και τις Κρητικές σ’ ό,τι κάνουμε. Γενικολογώ, μα το νιώθω», λέει χαρακτηριστικά στο ΒΗΜΑ. Γέννημα θρέμμα Κρητικιά, με μάνα Αρχανιώτισσα και πατέρα Μαριανό. «Οι δρόμοι της Κρήτης». Αυτή είναι η απάντηση στην ερώτηση: ποιος είναι ο τόπος/σημείο στην Κρήτη με τον οποίο είσαι πιο πολύ συναισθηματικά δεμένη. «Με το σαραβαλάκι μου πάντα. Κι έχει κάνει, το καημένο, πολλά χιλιόμετρα, με πανιά και πιθάρια φορτωμένο, για τα Παραμύθια μου. Έχουν μια δόση παραμυθιακής πορείας οι μεγάλες αποστάσεις – πολλά μπορεί να τύχουν, «δοκιμασίες». Το απολαμβάνω πολύ όμως. Σκέφτομαι, κι αν χαθώ, στην Κρήτη παραμένω, κάπου θα βγω. Κι έχω χαθεί πολλές φορές, δεν τα πάω καλά με το GPS».
Για τον Αντώνη Μαρτσάκη η διάσωση της παράδοσης είναι υψίστης σημασίας. Η αυθεντική αναβίωση των παραδοσιακών ήχων της Κρήτης ξεκίνησε ως αγάπη και κατέληξε έργο ζωής. Της ζωής του.Στο σπίτι στην Αθήνα, όπου και μεγάλωσε με τους γονείς και τα τρία αδέρφια του, η Κρήτη ήταν πανταχού παρούσα. Στις συζητήσεις, στις αναμνήσεις, στις ιστορίες, στους σκοπούς, στα πιάτα. Σχεδόν κάθε σαββατοκύριακο πήγαιναν και σε μια κρητική εκδήλωση.
Στην οικογένεια δεν υπήρχαν άλλοι μουσικοί, μα ο Αντώνης θυμάται τον παππού του να τραγουδά με μια φωνή καθάρια και να συνοδεύει τα όργανα. Μουσική και χορός. Ξεκίνησε να μαθαίνει κρητικούς χορούς στον σύλλογο Κρητών Πειραιώς «Η ομόνοια». Σε ηλικία 8 ετών έπιασε στα χέρια του το βιολί. «Τότε ήταν λίγο παραγκωνισμένο το βιολί», αναφέρει στο ΒΗΜΑ και συνεχίζει «στην περιοχή από όπου κατάγομαι, την Κίσσαμο, το βιολί είναι το παραδοσιακό μας όργανο και έχουμε ένα ιδιαίτερο ηχόχρωμα για αυτό ξεκίνησα με αυτό. Τα περισσότερα ακούσματα μου ήταν με βιολί». Από δύο μηνών ο πατέρας του τον κατεβάζει στο νησί.
Μεγάλη αγάπη του Αντώνη, τα ριζίτικα. «Από έφηβος ξεκίνησα, παρόλο που στην αρχή ο καλός μου φίλος που ήμασταν μαζί σε όλα τα γλέντια μού τραγουδούσε συνέχεια, τον βαριόμουν. Μια φορά όμως πήγαμε σε μια γιορτή στην οποία είπαν κάμποσα ριζίτικα και έτσι ντράπηκα που δεν ήξερα να ακολουθήσω. Όταν πήραμε τον δρόμο της επιστροφής, είπα στον φίλο μου ‘’τραγούδα εσύ, να μαθαίνω εγώ’’.
Μόλις ξεκίνησα να τα μαθαίνω, ένιωσα αυτόν τον θησαυρό που κρύβουν, την ψυχική ηρεμία και τη δύναμη. Δηλαδή πραγματικά νιώθω ελεύθερος. Νιώθω σαν να είμαι στη Μαδάρα πάνω και να μην με ελέγχει κανείς, να είμαι μόνος μου, να μπορεί η ψυχή μου και το μυαλό μου να κάνουν ό,τι θέλουν. Βέβαια, οι κανόνες στα ριζίτικα είναι διαφορετικοί. Πρέπει να έχεις πειθαρχία, πρέπει να σέβεσαι, πρέπει να ξέρεις τι να πεις. Είναι μια ιεροτελεστία.
Έχω κάνει μια μεγάλη έρευνα γύρω από το ζήτημα τραγούδι και συνεχίζω». Πειθαρχία και σεβασμό θέλουν τα ριζίτικα και είναι αυτές οι δύο λέξεις που πολλές φορές παρερμηνεύονται. Οι δύο λέξεις που νοηματοδοτούνται αυθαίρετα και συγχέονται με έννοιες όπως η λεβεντιά η οποία και βρίσκεται ιδιαιτέρως υψηλά στον αξιακό κώδικα των Κρητικών.
«Οι παλιοί λέγανε ότι ένας λεβέντης άνθρωπος πρέπει να είναι τραγουδιστής, χορευτής και να είναι και καλός σκοπευτής. Αυτά όμως βγήκαν σε άλλες εποχές, σε άλλους καιρούς. Και η “κούπα” έχει παρεξηγηθεί, έχει παρερμηνευθεί.
Παλιά έπιναν κούπες στα γλέντια, τα οποία δεν γίνονταν κάθε μέρα. Έπιναν μια ποσότητα κρασιού και δεν οδηγούσαν. Ήταν άλλες οι συνθήκες τότε. Η “κούπα” είναι έθιμο, όμως μιας άλλης εποχής. Δεν μπορούμε να τα μιμούμαστε όλα.
Πρέπει να είσαι λεβέντης σε όλες τις ώρες της μέρας και με όλους τους ανθρώπους που συναντάς. Να είσαι μερακλής σε όλα σου. Δεν κρυβόμαστε και εμείς πίσω από το δάχτυλό μας, ούτε τα βλέπουμε όλα όμορφα όταν δεν είναι όλα όμορφα.
Υπάρχουν φορές που χάνεται το μέτρο, η πειθαρχία και η ταπεινότητα. Βέβαια, τα θετικά του νησιού και της ζωής μας είναι πολύ περισσότερα από τα αρνητικά. Δεν λέω. Και να διασκεδάζουμε και να συμμετέχουμε σε όλα όσα μας αρέσουν.
Προς Θεού, δεν είμαστε άνθρωποι ούτε να κρυφτούμε, ούτε να σταματήσουμε να γλεντάμε, ούτε να διασκεδάζουμε, ούτε τίποτα από όλα αυτά, αλλά να είναι όλα με μέτρο, σύνεση και ανθρωπιά. Λίγη προσοχή στον ενθουσιασμό μας.
Όχι, στις ακρότητες. Στην Κρήτη τα έθιμα είναι μετρημένα, οι άνθρωποι με τις πράξεις τους δείχνουν κάποιες φορές να το ξεχνούν και να το παρερμηνεύουν. Μέτρο, πειθαρχία και ταπεινότητα».
Ο «άγιος» Τάκης των αδέσποτων στην Κρήτη, ο Τάκης Προεστάκης, ξόδεψε ό,τι είχε και δεν είχε προκειμένου να περιθάλψει τα ζώα και να αλλάξει τις ζωές τους. Τις τελευταίες λέξεις της φράσης που μόλις προηγήθηκε, ο ίδιος δεν τις αποδέχεται.
«Τα ζώα άλλαξαν τη δική μου ζωή κι όχι το αντίθετο», αναφέρει στο ΒΗΜΑ. «Γεννήθηκα τη δεκαετία του ‘70 στο Ορεινό Σητείας. Η ζωή μου ήταν μέσα στη φύση. Με έψαχνε συνέχεια η μητέρα μου κι εγώ ήμουν σκαρφαλωμένος στα δέντρα, μάζευα λουλούδια, έκανα παρέα με τα ζώα.
Μετακομίσαμε στην Ιεράπετρα προκειμένου να πάω στο Γυμνάσιο. Στεναχωρήθηκα πάρα πολύ που άφησα το χωριό για την πόλη. Η ζωή μου ήταν στο χωριό». Προσαρμόστηκε, δεν γινόταν αλλιώς. Για 20 χρόνια δούλευε στη νύχτα, μέχρι που κατάλαβε ότι αυτή η ζωή δεν του ταιριάζει. «Σιχάθηκα αυτή τη ζωή. Ήξερα τόσο κόσμο κι όμως δεν είχα φίλους πραγματικούς. Κουράστηκα να δουλεύω νύχτα και πούλησα την επιχείρησή μου. Αυτό που με έκανε να αλλάξω τη ζωή μου ήταν η επίσκεψη στη χωματερή της πόλης.
Από περιέργεια ήθελα να δω πού πετάγονται τα σκουπίδια της πόλης. Όταν ήρθα στη χωματερή, αντίκρισα πάρα πολλά σκυλιά σε άθλια κατάσταση. Σκυλιά άρρωστα, αποστεωμένα, υποσιτισμένα, προσπαθούσαν να επιβιώσουν τρώγοντας ό,τι έβρισκαν στα σκουπίδια. Το ένα ειδικά ήταν τόσο τραυματισμένο που αν δεν το έπαιρνα μαζί μου εκείνη την ημέρα για να το πάω στον κτηνίατρο, ήταν βέβαιο ότι δεν θα ζούσε.
Κάθε μέρα ήμουν εκεί και κατέληξα τις επόμενες ημέρες να φροντίζω 75 ζώα. Με περίμεναν. Δέθηκα μαζί τους τόσο πολύ που δεν ήθελα να τα αφήσω. Έδωσα χρήματα για να αγοράσω ένα χωράφι και να το κάνω καταφύγιο ώστε να τα μεταφέρω.
Βρήκα ένα χωράφι σε απόσταση 300 μέτρων από τη χωματερή, η τοποθεσία λέγεται “κούπα”. Αγόρασα 5 στρέμματα και τα μετέτρεψα σε καταφύγιο. Ένα όμορφο πρωινό περπάτησα με τα ζωάκια και πήγαμε στο σπίτι μας.
Δεν είχα υπολογίσει πόσα χρήματα χρειάζονται όλα αυτά τα ζώα. Μέσα σε 1.5 χρόνο, περίπου 185 χιλιάδες ευρώ που είχα από την πώληση της επιχείρησής μου, εξαφανίστηκαν. Δεν μπορούσα να κάνω πείσω. Δεν υπήρχε περίπτωση να μείνουν χωρίς τροφή τα ζώα.
Τότε άρχισε το δράμα μου. Ζητούσα δανεικά από τους γονείς μου, από τους γνωστούς μου. Η οικονομική κατάστασή μου ήταν τραγική. Έφτασα από το +185.000 ευρώ, να χρωστάω 45 χιλιάδες. Πούλησα ό,τι είχα και δεν είχα για να μπορώ να εξασφαλίσω φαγητό και περίθαλψη στα ζώα μου. Το τελευταίο που δεν είχα πουλήσει ήταν το χωράφι του καταφυγίου».
Μιλώντας για εκείνες τις πολύ δύσκολες στιγμές, ο Τάκης θυμάται πώς έκανε τη ζωή του «ριάλιτι». Έψαχνε τρόπους να σώσει το καταφύγιο κι ένας από αυτούς ήταν να ανεβάζει καθημερινά βίντεο στο Facebook, περιγράφοντας όσα συνέβαιναν.
Για καλή του τύχη τα βίντεο έφτασαν στα μάτια μιας δημοσιογράφου της Daily Mail η οποία επικοινώνησε μαζί του για μια συνέντευξη. Της μίλησε και το άφησε στην άκρη, συνεχίζοντας τον ανηφορικό δρόμο της επιβίωσης.
«Δυο μήνες προσπαθούσα να κρατήσω το καταφύγιο ζωντανό και να ταΐσω τα 150 σκυλιά και τις 30 γάτες που είχα τότε. Ημουν έτοιμος να πουλήσω το ίδιο το καταφύγιο με τον όρο ο νέος ιδιοκτήτης να με αφήσει να έχω τα σκυλιά στον χώρο 2 χρόνια μέχρι να βρω πού θα τα πάω. Το καταφύγιο μού είχε κοστίσει γύρω στα 60.000 ευρώ και ο αγοραστής θα το έπαιρνε αντί 12.000 ευρώ.
Δυο μέρες πριν γίνουν τα συμβόλαια, ξύπνησα και είδα δεκάδες μηνύματα με συγχαρητήρια. Το αφιέρωμα της Daily Mail είχε μόλις δημοσιευτεί. Όταν είδα στο paypal που διατηρούσα για μικρές δωρεές μέσω των οποίων αγόραζα τροφές – συνήθως είχε μέσα 40-80 ευρώ – 5.000 ευρώ, τρελάθηκα.
Μετά από 2 λεπτά που ξανακοίταξα είχαν γίνει 5.300 ευρώ. Όλη μέρα, ανά πέντε λεπτά, ανανέωνα το paypal και έβλεπα το ποσό να ανεβαίνει. Είχα πολύ μεγάλη χαρά. Η πώληση δεν προχώρησε.
Μαζεύτηκαν από αυτό το άρθρο 60.000 ευρω. Πλήρωσα όσα χρωστούσα και μου έμειναν για τα καθημερινά έξοδα του καταφυγίου», αφηγείται. Τα 5 στρέμματα του καταφυγίου έχουν γίνει πια 200 και τα ζώα έχουν φτάσει τα 550. Ο Τάκης τότε ζούσε σε ένα μεταλλικό κοντέινερ και τώρα μπορεί με περηφάνια να μιλάει για τον δεύτερο ξενώνα που ετοιμάζεται εντός του καταφυγίου για τον ίδιο αλλά και τους εθελοντές που φτάνουν στην Ιεράπετρα από όλον τον κόσμο για να βοηθήσουν. Πέρα από αυτό, στο καταφύγιο εργάζονται και συντηρούνται έξι οικογένειες.
«Αυτό που πραγματικά με κουράζει δεν είναι η φροντίδα των ζώων, αλλά η επαφή μου με τους ανθρώπους. Με κουράζει η τοξικότητα των ανθρώπων αλλά και ο τρόπος που φέρονται στα ζώα. Καθημερινά με παίρνουν τηλέφωνο και με ενημερώνουν για περιστατικά ζώων σε άθλια κατάσταση, πεινασμένα, χτυπημένα, εγκαταλελειμμένα. Το 80% από όσους με παίρνουν τηλέφωνο, λένε ψέματα και τα ζώα είναι δικά τους. Θέλουν να με κοροϊδέψουν για να αναλάβω εγώ την περιποίηση του ζώου τους, λέγοντας πως πρόκειται για αδέσποτο.
Κάποιοι λένε “ο Τάκης κάνεις μπίζνες’’. Δεν μπορούν να καταλάβουν ότι όλο αυτό βγαίνει από την καρδιά μου κι αυτή με οδηγεί. Είμαι ένα με τα ζώα και δεν το αλλάζω. Πρόκειται για μια δουλειά σκληρή όμως στο τέλος της ημέρας είμαι χαρούμενος και ικανοποιημένος γιατί έχω καταφέρει να φροντίσω τόσες ζωές».
Διαβάστε περισσότερα σΤΟ ΒΗΜΑ
Πηγή:ΤΟ ΒΗΜΑ