Θύματα της κλιματικής αλλαγής η ελιά και τα κηπευτικά στην Κρήτη – Από την καθηγήτρια του ΕΛΜΕΠΑ Ε. Γουμενάκη

11:33 π.μ. - Παρασκευή, 24 Νοεμβρίου 2023
11:11 π.μ. - Παρ, 24/33/2023
Image: Θύματα της κλιματικής αλλαγής η ελιά και τα κηπευτικά στην Κρήτη – Από την  καθηγήτρια του ΕΛΜΕΠΑ  Ε. Γουμενάκη

Τι είναι η φωτοχημική ρύπανση και ποιες οι προτάσεις για την αντιμετώπιση της

Η κα Ελένη Γουμενάκη καθηγήτρια στο ΕΛΜΕΠΑ φιλοξενήθηκε στην αγροτική εκπομπή του Ηχώ 99,8 «Ιεραπετρίτικη Γη» με κύριο θέμα συζήτησης την κλιματική αλλαγή και τις επιπτώσεις στις καλλιέργειες κηπευτικών και ελιάς. Να σημειωθεί οτι η κα Γουμενάκη συμμετέχει στην Επιτροπή του ΟΗΕ για τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής και της ατμοσφαιρικής ρύπανσης στην αγροτική παραγωγή.

Όπως είπε, η κλιματική αλλαγή είναι ένα σύνθετο φαινόμενο που επηρεάζει τον πλανήτη και την αγροτική παραγωγή. Υπάρχουν συνθήκες που επηρεάζουν τη ζωή μας, την παραγωγή τροφίμων και οφείλουμε να τις διαχειριστούμε. Όλα τα δεδομένα που έχει παράξει η παγκόσμια επιστημονική κοινότητα, μέχρι σήμερα, δείχνουν την Κρήτη, σαν το γεωγραφικό εκείνο σημείο στο οποίο θα εισβάλλει η κλιματική αλλαγή στην Ευρώπη. Θα είναι δηλαδή το σημείο της Ευρώπης που θα δεχθεί τις μεγαλύτερες επιπτώσεις και σε πολλά επίπεδα, πχ αύξηση της θερμοκρασίας, μείωση του διαθέσιμου νερού, αύξηση της ηλεκτροαγωγιμότητας και μείωση της γονιμότητας των εδαφών. Στοιχεία που εκτιμάμε ότι οι παραγωγοί της Ιεράπετρας έχουν εντοπίσει ήδη. Πέρυσι δώσαμε στη δημοσιότητα μια μεγάλη μελέτη που συσχέτισε την παραγωγικότητα στα ελαιόδεντρα και το αμπέλι με την άνοδο των θερμοκρασιών τα τελευταία χρόνια. Έγκαιρα επιστημονικά εργαλεία και μοντέλα έδωσαν προβλέψεις για τα επόμενα χρόνια.

Ταυτόχρονα πολλά χρόνια τώρα υπάρχουν δεδομένα στο πεδίο, για τις επιπτώσεις της φωτοχημικής ρύπανσης στη λαχανοκομία, τις ποώδεις καλλιέργειες. Οι πρωτογενείς ρύποι σε περιβάλλοντα με υψηλή ηλιοφάνεια και θερμοκρασία, παράγουν δευτερογενείς ρύπους, συστατικά της φωτοχημικής ρύπανσης. Από τα κύρια συστατικά που μελετώνται είναι το όζον που παράγεται στην τροπόσφαιρα, στο επίπεδο δηλαδή της ατμόσφαιρας που ζούμε, όχι της στρατόσφαιρας. Το όζον είναι ο πλέον φυτοτοξικός ρύπος. Σε όλη την Ευρώπη υπολογίζεται ότι προκαλεί ζημιές πάνω από 30% στις ποώδεις, λαχανοκομικές καλλιέργειες. Τα επίπεδα της Κρήτης σε φωτοχημικούς ρύπους είναι ιδιαίτερα υψηλά. Αυτό προκύπτει τόσο από μετρήσεις καταγραφής επιπέδου του όζοντος τόσο από το ΕΛΜΕΠΑ όσο και από μετρήσεις του Πανεπιστημίου Κρήτης και το τμήμα Χημείας στον διεθνή σταθμό στη Φοινοκαλιά ανάμεσα σε Ηράκλειο και Άγιο Νικόλαο, είπε η κα Γουμενάκη.

Σε άλλο σημείο αναφέρθηκε στην καλλιέργεια κηπευτικών και την ελαιοκαλλιέργεια και πως έχουν επηρεαστεί από την κλιματική αλλαγή. Όπως ανέφερε, το ψύχος θα είναι μηδενικό για τα επόμενα χρόνια. Τουλάχιστον στις ζώνες καλλιέργειας στο επίπεδο της θάλασσας. Αυτό είναι ένα μεγάλο ζήτημα αν λάβει κανείς υπόψη ότι η ελιά στην Κρήτη καλλιεργείται από 0 μηδέν εως 150 μέτρα υψόμετρο που σημαίνει ότι η κύρια ζώνη καλλιέργειας ελιάς θα υποφέρει εξαιτίας έλλειψης του ψύχους τον χειμώνα που δεν θα επιτρέπει την ανθοφορία τους μήνες της άνοιξης. Θα πρέπει να μελετήσουμε την κατάσταση που δημιουργείται αξιοποιώντας τα στοιχεία και τα δεδομένα που υπάρχουν και το υπουργείο, οι αρμόδιοι φορείς της πολιτείας, να κάνουν έναν σχεδιασμό για τα επόμενα χρόνια. Αλλάζοντας για παράδειγμα ποικιλίες που καλλιεργούμε, διαφοροποιώντας τεχνικές καλλιέργειας. Ακόμα και να πάμε σε αλλαγή καλλιέργειας ή να πάμε σε υψηλότερα υψόμετρα την ελιά και σε χαμηλότερα υψόμετρα να αναπτύξουμε καλλιέργειες που μπορούν να αναπτυχθούν με τα νέα δεδομένα. Σε επίπεδο λαχανοκομίας η παγκόσμια επιστημονική κοινότητα αναζητά νέες ποικιλίες, γονότυπα που θα είναι σε θέση να αντέξουν τα υψηλά επίπεδα όζοντος στην τροπόσφαιρα, προκειμένου να μην έχουμε ελάττωση της παραγωγής από τις καλλιέργειες. Έχουν παραχθεί κάποια υβρίδια που ανταποκρίνονται και χρειαζόμαστε περαιτέρω έρευνα για να δούμε εάν παραδοσιακοί γονότυποι που έχουν εγκλιματιστεί σε ξηροθερμικά περιβάλλοντα μπορούν να ανταποκριθούν στις νέες συνθήκες. Μέσα σε όλα αυτά θα πρέπει να λάβουμε υπόψη τις αλλαγές σε φυτοπαράσιτα και την εισβολή νέων, είπε μεταξύ άλλων η κα καθηγήτρια.